Ένας αδελφός πολεμήθηκε με την ιδέα να κατοική μόνος του και το φανέρωσε στον Αββά Ηράκλειο. Και εκείνος τού λέγει, στηρίζοντάς τον:
«Κάποιος γέρων είχε μαθητή πολύ υπάκουο για πολλά χρόνια. Κάποτε λοιπόν τον πολέμησε μια ιδέα, έβαλε μετάνοια στον γέροντα και τού είπε: Δός μου την άδεια να ζήσω μόνος. Τού λέγει ο γέρων: Βρές τόπο, σού φτιάχνουμε κελλί και ζήσε μόνος. Πήγε και βρήκε τόπο, κάπου. Ήλθαν λοιπόν εκεί και έφτιαξαν ένα κελλί. Και λέγει ο γέρων στον αδελφό: Να κάμης αυτό που θα σού πώ. Όταν πεινάς, φάγε, πιες και κοιμήσου. Μόνο από το κελλί σου να μη βγής έως το Σάββατο. Τότε, έλα κοντά μου.
Ο αδελφός, για δυό μέρες συμμορφώθηκε με την εντολή αυτή. Την τρίτη όμως μέρα, βαρέθηκε και λέγει: Γιατί ο γέρων μού το έκαμε αυτό, να μη λέγω προσευχές; Σηκώθηκε λοιπόν και έψαλλε πολλά. Και σαν βασίλεψε ο ήλιος, έφαγε. Σηκώθηκε ύστερα και πήγε να κοιμηθή στο ψαθί του. Οπότε βλέπει εκεί έναν Αράπη οπού έτριζε τα δόντια εναντίον του. Φοβήθηκε, το έβαλε στα πόδια και πήγε στον γέροντα. Χτυπά την πόρτα και φωνάζει: Αββά, λυπήσου με και άνοιξε. Αλλά ο γέρων, ξέροντας ότι δεν είχε τηρήσει τον λόγο του, δεν τού άνοιξε έως το πρωί.
Ανοίγοντας το πρωί, τον βρήκε έξω να παρακαλή. Τον λυπήθηκε και τον έμπασε μέσα. Τότε τού λέγει ο μαθητής του: Σε παρακαλώ, πάτερ. Αράπη είδα στο ψαθί μου όταν πήγα να κοιμηθώ. Και εκείνος τού λέγει: Αυτό το έπαθες γιατί δεν έκαμες όπως σού είπα. Και αφού τον δίδαξε, όσο άντεχε ο νους του, τα σχετικά με τον μονήρη βίο, τον έστειλε στο καλό. Και εκείνος πράγματι, σιγά σιγά, κατώρθωσε να γίνη καλός μοναχός αυτού του είδους».
Είπε γέρων. Το ‘Γεροντικόν’ σε νεοελληνική απόδοση (υπό Βασ. Πέντζα, έκδ. Αστήρ – Παπαδημητρίου, Αθήνα 1983, σσ. 90-91).