Ο Μακρυγιάννης «τραγουδούσε καλά», το λέει ο ίδιος στο γραφτό του. 'Επαιζε και τον ταμπουρά του. Αλλά και κάτι παραπάνω: 'Επλαθε τραγούδια, ή τέλος πάντων προσάρμοζε υπάρχοντα μοτίβα και πρόσθετε δικούς του στίχους. [...]
Το 1919 ο Ν.Γ. Πολίτης αναπαράγει τα λεγόμενα του Βλαχογιάννη σε διάλεξή του στον «Παρνασσό», που εκδόθηκε με τον τίτλο «Γνωστοί ποιηταί δημοτικών ασμάτων»: «Μεταξύ των εγγράφων του Μακρυγιάννη ευρέθησαν δύο δημοτικά άσματα, διά χειρός αυτού γεγραμμένα και πιθανώτατα υπ’ αυτού ποιηθέντα· το εν εις την μάχην της Αράχοβας, το έτερον εις τον θάνατον του Καραϊσκάκη». Στο δεύτερο, ο Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί ξανά γνωστά μοτίβα (αυτός ήταν άλλωστε ο τρόπος της δημοτικής ποίησης), ενθέτει λέξεις ασυνήθιστες στο προεπαναστατικό, κλέφτικο δημοτικό, αλλά απολύτως συμβατές με την επαναστατική εξέλιξη (λ.χ. «πατρίδα»), και δίνει πληροφορίες που είναι και ιστοριογραφικά εξακριβωμένες, για τον πυρετό του Καραϊσκάκη ή την αποκοτιά των Κρητικών:
«Τρεις περδικούλες κάθονταν στο κάστρο της Αθήνας, / είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα, / είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτημένα. / Μοιριολογούσαν κι έλεγαν, μοιριολογούν και λένε: Τρίτη, Τετάρτη χλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη, / Παρασκευή ξημέρωσε, μην έχει ξημερώσει, / που πιάστηκε ο πόλεμος, το Κρητικό ντουφέκι. / Καραϊσκάκης τ' άκουσε, ήταν και θερμασμένος, / και τον σεΐζη του έκραξε και του σεΐζη λέγει: / “Σεΐζη, φκιάσε τ' άλογο, βάλ’ του και το τακίμι, / κρίν' τε και των συντρόφων μας των καπεταναραίων· / να βγούμ’ να πολεμήσουμε στον κάμπο της Αθήνας”. / Σαν πιάστηκε ο πόλεμος, σκοτίστηκε ο κάμπος, / βαρέθηκε ο αρχηγός και ο Καραϊσκάκης· / “Παιδιά μ’, να νταγιαντίσετε, να γίνετ' ένα σώμα, / να μη χαθεί η πατρίδα μας, την πάρτε στο λαιμό σας. / Μένα με παν στην Κούλουρη, πέρα στον Αϊ-Δημήτρη, / που είναι παντοτινός γιατρός, αυτός θα με γιατρέψει. / Πουλάκι πήγε κι έκατσε στου Αϊ-Δημητριού το δέντρο, / δεν ελαλούσε σαν πουλί, ουδέ σα χελιδόνι, / μόν' το δεντρί μαράθηκε απ' τον κελαηδισμό του. / Τον κλαίνε χώρες και χωριά κι όλ' οι καπεταναίοι, / τον κλαιν τα παλικάρια του κι όλος ο ταϊφάς του».
Κάστρο της Αθήνας είναι βέβαια η Ακρόπολη, σεΐζης ο ιπποκόμος, τακίμι τα στολίδια, ενώ το νταγιαντίζω σημαίνει αντέχω.
*
Μια θεσσαλική παραλλαγή ωστόσο, δημοσιευμένη το 1938 από τον Γεώργιο Δ. Ιατρίδη («Δημοτικά τραγούδια Θεσσαλίας», Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία των Θεσσαλών εν Αθήναις), μας αιφνιδιάζει. Εδώ οι τρεις περδικούλες μοιρολογούν και λένε ότι ανάμεσα στους φονιάδες ήταν και Έλληνες: «Παρασκευή ξημέρωνε, να μ' είχε ξημερώσει, / νησιώτες κάμουν την αρχή, στον κάμπο ροβολάνε, / κι αρχίνισε τον πόλεμο το ελληνικό σεφέρι. / Χέρια με χέρια πιάνονται, με τα σπαθιά βαριούνται, / και μες στη μέση ήτανε 'λόρθ' ο Καραϊσκάκης, / που λιονταρένια είχε καρδιά και στήθια μαρμαρένια. / Ο Καραΐσκος φώναξε όλους τους μπουλουκτσήδες, / γιουρούσι για να κάμουνε, τον Κιουταχή να πιάσουν. / Το άτι καβαλίκεψε και το σπαθί τραβάει, / εννιά ταμπούρια σκόρπισε κι έφτασε ώς τη Μάντρα. / Μια παταριά του ρίξανε οι Τούρκοι κι οι Ρωμαίοι, / που ήτανε εχτροί κι αυτοί απ' την Τουρκιά βαλμένοι. / Κι ο Καραΐσκος φώναξε: “Με φάγανε οι σκύλοι”».
Ποιοι είναι οι σκύλοι οι βαλμένοι από την Τουρκιά δεν θα το μάθουμε ποτέ. Τα τραγούδια αποτελούν μαρτυρία, πάντα όμως σε συσχετισμό με άλλες πηγές. [...]
Παντελής Μπουκάλας, "Στο κάστρο της Αθήνας και στον κάμπο της", αρθρογραφών στην Κυριακάτικη Καθημερινή, την 01η.04.2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου