Αλλοτινή βραδιά, γλυκιά σαν κάποιος που, πιωμένος
παλιό κρασί των είκοσι χρονώ, κοιμάται δίπλα στη φωτιά.
-«Κι έπειτα, ξέρετε, είμαι τόσο αφηρημένος.
Ξέχασα στο Βεζούβιο να κάνω μια βουτιά».*
[...]
Του κήπου σου! Ζούσα στην πιο πικρή
Σπατάλη· όμως η καρδιά της γής με τραβούσε
Ήδη· κι ήξερα πως χτυπούσε όχι κάτω από τους περιποιημένους
Ροδώνες, αλλά εκεί που μεγαλώνει η αδελφή μου η τσουκνίδα,
σκοτεινή, εγκαταλειμμένη.
Έτσι λοιπόν, εάν θέλεις να μού δώσεις χαρά - ύστερα! μακριά
από εδώ! εσύ
Γεμάτε από ψιθύρους και ροές αναγεννημένων λουλουδιών, εσύ κήπε
Όπου κάθε μοναξιά θα έχει ένα πρόσωπο κι ένα όνομα
Και θα είναι μια σύζυγος,
Διαφύλαξε στη βάση του τοίχου, του σκεπασμένου με βρύα,
που οι ρωγμές
Φανερώνουν την πόλη Αριέλ μες στους αγνούς ατμούς,
Για την πικρή μου αγάπη μια φιλική γωνιά από το κρύο και τη μούχλα
Και τη σιωπή· κι όταν η παρθένα στο στήθος του Θουμίμ
και του Ουρίμ
Θα με πάρουν από το χέρι και θα με οδηγήσουν εκεί, που οι γήινες
θλίψεις
Θα επανέρχονται στη μνήμη, θα με αναγνωρίσουν πάλι και θα με
χαιρετίσουν: η αγκινάρα, η ψηλή
τσουκνίδα και ο εχθρός των παιδικών χρόνων η μπελαντόνα.
Αυτά ξέρουν, ξέρουν.
Μα κάτω από το βάρος του Βουνού των σκοταδιών
σαν έναν ήλιο μέσα μου ένιωσα την αγάπη
να βγαίνει πάνω απ’ τις παλιές χώρες της μνήμης, και πώς πέταγα
πολύ μακριά, πολύ μακριά, όπως άλλοτε, μες στα ταξίδια του ύπνου.*
Milosz, απόσπασμα από το ποίημα «Τα χέρσα οικόπεδα», περιεχόμενο στα Ποιήματα (μτφρ. Μήτσος Παπανικολάου, Τάσος Κόρφης, έκδ. Πρόσπερος Αθήνα 1992, σ. 53). - Στο πρώτο motto απόσπασμα από το ποίημα «Τρίζει γλυκά...», του ιδίου (ό.π., σ. 10). Στο δεύτερο και καταληκτικό απόσπασμα από το ποίημα «Ημιτελής συμφωνία» ΙΙΙ, του ιδίου (ό.π., σ. 23).