Σ' ένα παιδικό τόπο που ξαναβρήκαμε στα δάκρυα *
Το πνεύμα εξαγνισμένο από τους αριθμούς του ναού,
Η σκέψη μόλις κερδισμένη πάλι από τη σάρκα, ήδη,
Ήδη αυτός ο παλιός υπόκωφος θόρυβος, ο χειμερινός της ζωής
Από την κρύα καρδιά της γής ανεβαίνει, ανεβαίνει προς της δική μου.
[...]
Νά σε λοιπόν, παιδικέ φίλε! Πρώτο χρεμέτισμα τόσο αγνό
Τόσο καθαρό! Άχ, φτωχή και άγια φωνή του πρώτου αλόγου
κάτω από τη βροχή!
Ακούω επίσης το θαυμαστό βήμα του αδελφού μου·
Τα εργαλεία πάνω στον ώμο και το ψωμί κάτω απ' τη μασχάλη,
Είναι αυτό! Είναι ο άνθρωπος! Σηκώθηκε! Και το αιώνιο χρέος
Που το πήρε από το ροζιασμένο χέρι, πάει μπροστά από την ημέρα
του. Εμένα
Οι μέρες μου είναι σαν τα ξεχασμένα ποιήματα στα ντουλάπια
Που μυρίζουν τάφο· κι η καρδιά ξεσχίζεται,
Όταν πάνω στο στενό τραπέζι που τ' άφωνα ταξίδια
Έχουν κάτι από τις αγρύπνιες του άλλοτε, όπως και του Οδυσσέα,
Κι έχουν προσκρούσει σ΄ όλα τα νησιά απ' τα παλιά αρχιπέλαγα της μελάνης,
Ανάμεσα στη Βίβλο και στον Φάουστ παρουσιάζεται το πρωινό ψωμί.
Δε θα το διακόψω για την επίγεια σύζυγο,
Και, όμως, ζωή μου, ξέρεις πόσο την έχω αναζητήσει
Αυτή τη μάνα της καρδιάς! Αυτή τη σκιά που φανταζόμουνα
Μικρή κι αδύνατη, με τα ωραία άγια χέρια
Απαλά χαμηλωμένα στο κατευναστικό ψωμί
Στην αιώνια παιδική στιγμή της Ευλογίας
Του όρθρου· οι ώμοι της ήταν ώμοι ορφανής
Λίγο πεσμένοι, στενοί, παιδιού που έχει υποφέρει, και τα γόνατα
Της ευσεβούς τραβούσαν το ύφασμα του φορέματος
Και μες στην κίνηση από τα μάγουλα και το λαιμό
Την ώρα που έτρωγε, μια φωτεινή αθωότητα,
Μια ευγνωμοσύνη, μια καθαρότητα που προξενούσε πόνο – Ώ
Ζωή! Ώ απρόσωπε έρωτα! Όλη αυτή η άργιλος
Αναταράχτηκε, σβαρνίστηκε, έγινε λεπτή
ώς τους ιστούς όπου κι αυτός ο πόνος βρίσκει έναν ύπνο
μέσα στην πληγή
Και δε μπορώ πια, όχι, δε μπορώ πια, δε μπορώ πια.
Milosz, αποσπάσματα από το εκτενές ποίημα «Το κάρο», περιεχόμενο στα Ποιήματα (μτφρ. Τάσος Κόρφης, έκδ. Πρόσπερος Αθήνα 1992, σσ. 40, 41-42). - Στο motto στίχος από το ποίημα «Σ' ένα παιδικό τόπο», του ιδίου (ό.π., σ. 36).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου