Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

υποφέρουμε για να ζήσουμε


Αφότου το ανθρώπινο ον εισήλθε στον κόσμο των φαινομένων, αφότου ως υποκείμενο λόγου αποτελεί συνάντηση των αναπαραγωγικών κυττάρων εκείνων που επέλεξε να είναι γονείς της ενσάρκωσής του, η επιθυμία του δεν σταματά ποτέ μέχρι τον θάνατο του σώματος.

Η επιθυμία ακολουθεί μια πορεία σπειροειδούς κίνησης που ανοίγεται δυναμικά και εξελίσσεται μέσα από αυτό που στο σώμα του ανθρώπου είναι ανάπτυξη και πολλαπλασιασμός, με προσθήκη-αποκοπή-αποβολή, την οποία η ζωή των σχέσεων συμβολίζει με μια γλώσσα εκφραστική, σε διαρκή μεταλλαγή, καρπό των διαμελισμών του.

Αν η δυναμική της επιθυμίας εγκλωβίζεται στην απομόνωση αντί να προχωρά προς το πεπρωμένο που ανοίγεται μπροστά της, τότε η σπειροειδής κίνηση επιβραδύνει τον ρυθμό της, αναδιπλώνεται και προσφεύγει φαντασιακά σε παρελθούσες δομές του εγώ που λειτουργούν ως υποκατάστατα στοιχείων του εξωτερικού κόσμου, προξενεί εγκύστωση της γλώσσας και της σύμφυτης με την ανθρώπινη επιθυμία συμβολικής λειτουργίας, διασπά κάθε πιθανή έκφανσή της, την οποία έκτοτε εκλαμβάνει ως ένα αλλού· κι αν δεν έλθει κανείς να βγάλει το άτομο από τον φαύλο κύκλο του, στρεβλώνει και μετατρέπει οριστικά την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό σε συμβολική θανάτου και διαίρεσης.

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 70-71).

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

σκοτεινές ιστορίες


[...]

Φαγωμένες οι λέξεις ένα σύνθημα ένα.

Πόσα παίρνει το μήνα ο χαφιές;
Πόσα παίρνεις εσύ;
Τόνα χέρι στην Αλβανία.
Τόνα πόδι στην Κατοχή.
Και τα λόγια που ξέρουν μονάχα το ψέμα.
Το μυαλό μπουκωμένο.
Το ψωμί το πικρό και πιο πέρα η τανάλια η Ευρώπη -
σκοτεινές ιστορίες.

[...]

Ποιός είσαι εσύ που περπατάς το δισάκι στον ώμο
παραμιλώντας; Χρόνο το χρόνο
σού σακατέψανε τη γενιά
προσκυνημένοι εμπόροι χωροφύλακες.
Το μούτρο σου μια ζαρωμένη εφημερίδα
Κι εκείνο το νησί που αγάπησες
όλο το Αιγαίο μια σκάφη με σκατά.
Ό,τι κι αν πείς δεν είναι απόκριση
κι απ' τον Αισχύλο ώς το Σεφέρη να φυσάει ο αέρας
η λευτεριά που πάλεψες – σκοτεινές ιστορίες.

Τάκης Σινόπουλος, ικανά αποσπάσματα από το ποίημα «Νυχτερινός μονόλογος» [1977, 1980] της συλλογής «Δρομοδείχτες» [1960-1980], όπως περιέχεται στην συγκεντρωτική έκδοση Συλλογή ΙΙ (έκδ. Ερμής, Αθήνα 1997, σσ. 34, 35).

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ύμνος στην μοναξιά


Σίτός ειμι Θεού
και σπουδάζω λοιπόν
αλησθήναι δεινότατα
όπως τω δεσπότη
έντιμος άρτος
όλος γενήσομαι.*

Δίχως εσένα, Μοναξιά του ανθρώπινου ζήν, που, από τα παιδικά χρόνια ώς τα γηρατειά, είσαι παγίδα ή οίστρος της ανθρώπινης επιθυμίας· δίχως εσένα που παραμονεύεις κάθε της έκφανση και κάνεις το σώμα, το φύλο να θέλγεται πάντα από τον άλλο, κάτοχο αυτού που το ίδιο δεν έχει και επιθυμεί να γνωρίσει, δίχως εσένα που το απειλείς, το σαγηνεύεις και το δηλητηριάζεις, δίχως εσένα που οφείλει να σού ξεφύγει, στο ανθρώπινο είδος δεν θα υπήρχαν παρά μονόλογες σκέψεις, θόρυβοι από φλύαρα λόγια για ενικές ανάγκες ή πληθυντικές, δεν θα υπήρχαν καθόλου έργα, καθόλου πολιτισμός, καθόλου γέλια παιδιών, καθόλου χαρά, γιορτές, ποίηση, τέχνες, επιστήμες, εφευρέσεις, καθόλου ζωντανό τριαδικό μυστήριο, το καθημερινό αυτό μυστήριο που τετριμμένα ονομάζουμε πατρική, μητρική και υιική αγάπη, καθόλου όπλα, καθόλου βιοτεχνία, καθόλου έλεγχος των πραγμάτων, καθόλου ερωτήσεις στον έναστρο ουρανό, στις δυνάμεις των ποταμών, στη γονιμότητα της γής, καθόλου ανταλλαγές, συναλλαγές.

Βέβαια, στον πλανήτη μας θα υπήρχε η φύση· θα ήταν στην πρωταρχική μορφή της, μόνον από τα στοιχεία της θα καταδυναστευόταν, θα υπήρχαν γυμνές ακτές, ποταμοί θα κυλούσαν νωχελικά ή αφανίζοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, θα υπήρχαν βουνά χιονοσκέπαστα, παρθένες κορυφές, σπήλαια χωρίς ζωγραφιές στα τοιχώματά τους, μνήματα χωρίς προσφιλή αντικείμενα πλάι στα λείψανα· δεν θα υπήρχε καθόλου κυνήγι, καθόλου ζώα εξημερωμένα, καθόλου καταλύματα οικεία, καθόλου ερωτήσεις στις δυνάμεις της φωτιάς, στις δυνάμεις των ποταμών, των θαλασσών· στη γή, καθόλου ερωτήσεις στη γονιμότητά της· μεταξύ των ανθρώπων, καθόλου παραγωγική εργασία, καθόλου ανάπαυση με τη χαρά του ποτού που φέρνει γέλιο στα χείλη και οδηγεί τους χορούς, καθόλου έργα, μαρτυρίες πολιτισμών, ούτε κατακτήσεις, φθαρτή δόξα του είδους μας, καθόλου εφευρέσεις και γνώση φυλαγμένη που να μεταδίδεται ως διδασκαλία, καθόλου ανάβρυσμα τέχνης στην πεζή καθημερινότητα, καθόλου αφηγήσεις ονείρων και περιπετειών που, στις αγρυπνίες, γεμίζουν τα μάτια θαυμασμό, πλημμυρίζουν τα μάτια γέλιο ή δάκρυα, καθόλου θεοί αρωγοί ή απειλητικοί, πλασμένοι κατ' εικόνα των ανθρώπων.

Βέβαια, θα υπήρχε πολλή οδύνη και πολλή ευχαρίστηση, αλλά καθόλου πόνος και χαρά αγάπης, καθόλου αλληλοβοήθεια, καθόλου μένος αδικοπραγίας καθόλου νόμοι να συνδέουν τις οικογένειες, να ορίζουν τις συμμαχίες, καθόλου ομάδες με γνώμονα τη φιλία.

Ίσως να μην υπήρχε καθόλου ρατσισμός, δεν θα υπήρχαν όμως καθόλου και άσματα πολεμικά, πένθους ή θριάμβου, καθόλου χορός και ποίηση, καθόλου αριθμοί και γραφή, καθόλου παιχνίδια δεξιότητας και τυχερά παιχνίδια, καθόλου παιδιά χαρωπά και αυθάδη, καθόλου βραχιόλια, περιδέραια και δαχτυλίδια, καθόλου μαρτυρίες αγάπης, καθόλου σοφά φίλτρα να ελέγχουν τα αισθήματα, να καταπραΰνουν τους πόνους.

Ασφαλώς θα υπήρχε το ανθρώπινο είδος, θηλαστικά γυμνά, σπαρμένα στον χώρο και στις εποχές, μαζεμένα σε αγέλες με οδηγό την πείνα, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο μέσα στο κρύο, να φωλιάζουν στον ύπνο, να ουρλιάζουν στους κατακλυσμούς, να τρέφουν και να κρατούν αγκαλιά τα μικρά τους, αλλά δεν θα υπήρχαν καθόλου σοφοί να ερμηνεύουν τα σημεία, καθόλου τριαδικό μυστήριο στα σπλάχνα κάθε εκπροσώπου αυτού του ανθρώπινου είδους, ούτε θα υπήρχε αυτό το μυστήριο που κάνει τη δριμύτητα της ανάγκης να αγνοεί ότι είναι, το μυστήριο που λυτρώνει την επιθυμία του φύλου από κάθε φθόνο, κάθε ζήλια ή αντιζηλία, αυτό το μυστήριο που συναντά κανείς κάθε μέρα και φέρει το όνομα φιλία.

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 75-77).

-----
* Το motto εκ του Ρωμανού του Μελωδού γραμμένο για τον Ιγνάτιο Αντιοχείας βέβαια. Ειλημμένο εκ του Γιάννη Δάλλα, Υπερβατική συντεχνία [1958] (έκδ. Έρασμος, Αθήνα 2018, σ. 77).

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

το ανθρώπινο ον δίχως ασφάλεια


Νεαρόν ήττημα
του αρχαίου ημίν
πτώματος
λήθην εποίησε.*

Το ανθρώπινο ον, προικισμένο με νοημοσύνη και μνήμη (ενίοτε υποδεέστερη σε σύγκριση με εκείνη ορισμένων ζώων), διαφέρει ριζικά από τα άλλα θηλαστικά της πλάσης. Διαθέτει κυρίως ένα πολύ ανεπτυγμένο εγκέφαλο, που αιτιολογεί ίσως την εξαιρετικά πρώιμη ύπαρξη συμβολικής λειτουργίας· επίσης πολύ ανεπτυγμένα όταν φθάνει στον κόσμο είναι τα γεννητικά του όργανα, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα του, που απαιτεί παρατεταμένη συμπαράσταση. Το ανθρώπινο ον είναι πρωτίστως ον γλώσσας, επικοινωνίας και δημιουργικότητας.

[...]

Η ευχαρίστηση επικεντρώνεται στις περιοχές του σώματός του που ευνοούν την αίσθηση αποχωρισμών και επανευρέσεων, την επαφή ανάμεσα σε δύο μέρη που ήταν χωριστά: η επανασύνδεσή τους δημιουργεί ευχαρίστηση του είναι.

[...]

Η συμβολική λειτουργία, διαρκώς ενεργή στο μικρό του ανθρώπου (που δεν μπορεί να επιβιώσει ολομόναχο), εξηγεί επίσης για ποιο λόγο, εάν το αποκόπτουν συχνά από τον χώρο ασφάλειάς του (δίχως την προστατευτική, σώμα με σώμα παρουσία και δίχως την οπτικοακουστική επανεύρεση της μητέρας του, δηλαδή του προσώπου που είναι το σημαίνον της συνέχειάς του), καταλήγει να συνδέει τις σπλαχνικές αισθητηριακές εντυπώσεις με τις ουσιαστικές (χωρίς τις οποίες δεν θα επιβίωνε) κι έτσι επινοεί μια αυτο-γλώσσα αφού, αποκλειστικά εστιασμένο σε ό,τι στοιχειωδώς αισθάνεται επικοινωνώντας με τις λειτουργικές ιδιότητες του σώματός του, είναι προσηλωμένο στον εαυτό του και σε σήματα που προέρχονται από το περιβάλλον και αφορούν τις ανάγκες του.

Αυτό δημιουργεί σοβαρές διαταραχές στην επικοινωνία, έως και αυτισμό, ψύχωση την οποία, δυστυχώς, συναντάμε συχνά σήμερα σε παιδιά σωματικά υγιή που, λόγω παρατεταμένης απουσίας της μητέρας τους, μοναδικού γνώριμου προσώπου πριν την αποχωριστούν, ή λόγω επανειλημμένων αποχωρισμών, συνεχών αλλαγών [...] κλείνονται στον εαυτό τους και παλινδρομούν·

διότι η συμβολική λειτουργία συνεχίζει μεν τη δράση της, αλλά χωρίς γλωσσικά στοιχεία που να διαμεσολαβούν το παρελθόν τους με το παρόν. Διά βίου ανίκανα να επικοινωνήσουν -μέσω εκφράσεων του προσώπου, χειρονομιών ή λεκτικά- με τον έξω κόσμο, δεν αναζητούν πλέον κάτι ή κάποιον που θα συμπλήρωνε μια επιθυμία. Η επιθυμία τους έχει παλινδρομήσει· συνδέεται αποκλειστικά και μόνο με αυτό που αισθάνεται το σώμα τους, στο οποίο καμία ανθρώπινη συναναστροφή δεν εμπνέει ασφάλεια.

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 22,23, 25-26).

-----
* Το motto εκ του Ρωμανού του Μελωδού γραμμένο για τον Ιγνάτιο Αντιοχείας βέβαια. Ειλημμένο εκ του Γιάννη Δάλλα, Υπερβατική συντεχνία [1958] (έκδ. Έρασμος, Αθήνα 2018, σ. 84).

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

όσα, σχηματισμένα από τα χέρια μας, κρατήσαμε, ανταλλάξαμε ή δώσαμε...


Όπως την ώρα που γεννιόμασταν αφήσαμε τον πλακούντα στα σπλάχνα της επίτοκης μητέρας μας βγάζοντας την πρώτη κραυγή που την πλημμύρισε χαρά, εκείνη και μαζί τον πατέρα μας -τους πρώτους για τους οποίους είχε νόημα επικοινωνίας η πρώτη μας κραυγή-, με τον ίδιο τρόπο δεν θα καταλάβουμε άραγε ότι περίβλημα επίσης ήταν και τούτο το σώμα όταν, τη στιγμή του θανάτου μας, με την τελευταία πνοή, θα το εγκαταλείψουμε στους ύστατους παλμούς του οργάνου του που λέγεται καρδιά; Αυτή η καρδιά, ας της αποτίσουμε φόρο τιμής, ακούραστη και καρτερική, σύμμαχός μας μέχρις εσχάτων, όταν απελευθερωθεί από το φορτίο της, δεν θα μάς ανήκει πια.

Η γη, σφύζοντας από το βουητό της ζωής, θα δεχτεί τούτο το λείψανο, το σώμα, για να ταφεί εκεί όπου άλλοι θα το έχουν εναποθέσει. Η γη όπου προηγήθηκαν ο πλακούντας μας και όσα πράγματα από εκείνη παρμένα της επιστρέφαμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Όσα, φτιαγμένα από τα στοιχεία της, είχαμε νομίσει δικά μας, όσα, σχηματισμένα από τα χέρια μας, κρατήσαμε, ανταλλάξαμε ή δώσαμε, όσα από τα χέρια των άλλων δεχτήκαμε, χρησιμοποιήσαμε, αγαπήσαμε, όλα τούτα τα πράγματα, ώσπου να σημάνει για το καθένα η ώρα της φθοράς του, θα μείνουν μετά από εμάς, αδιάφορα, χρήσιμα για τους άλλους ή προς τέρψιν τους.

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 81-82).

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

οι επιθυμούντες που χάθηκαν από μοναξιά


Αυτό που ονομάζουμε προπατορικό αμάρτημα ή δυσφορία του πολιτισμού
ίσως τελικά να είναι η επιθυμία που δεν μπορεί να γιατρευτεί
από την πρωταρχική κανιβαλική της βιαιότητα απέναντι στη μητέρα
που μάς επέβαλε τον απογαλακτισμό...*

Η μοναξιά, οδύνη μετά τους αναπόφευκτους αποχωρισμούς που αναδεικνύουν το άτομο, μέσω του σώματός του, στον χώρο και στον χρόνο -«τα απτά όριά του»-, καθιστώντας το πλάσμα μοναδικό, είναι επίσης το αίσθημα που επιτρέπει στους ανθρώπους να εδραιώνουν μέσω της γλώσσας λεπτούς δεσμούς πέραν του χώρου και πέραν του χρόνου. Από εκεί αντλεί οίστρο η συμβολική λειτουργία του ανθρώπινου όντος ώστε, από το όλον των αναγκών και των επιθυμιών, να πλάθονται ευρηματικά γλωσσικοί δεσμοί που μεταδίδονται υπερβαίνοντας τα αισθητηριακά όριά τους.

Το οξύ αίσθημα μοναξιάς που γεννά η απαγορευμένη επιθυμία – η οποία είναι αδύνατο να πραγματωθεί με άμεσο τρόπο- ωθεί το ανθρώπινο πλάσμα να την εκδηλώσει αναστέλλοντας την ορμή, το πλεόνασμα ζωής που εμπεριέχει, και να τη στρέψει προς τη δημιουργικότητα αντί της τεκνογονίας. Αυτή ακριβώς η επιθυμία, που απαγορεύεται να εκδηλωθεί εντός των ορίων του σώματος όταν βρίσκεται σε άμεση επαφή με το σώμα ενός άλλου, δίνει στον άνθρωπο την ικανότητα να εκφράζεται μέσω της εργασίας, να συμπράττει και να απολαμβάνει τους καρπούς της από κοινού με τους άλλους, να συναλλάσσεται με απώτερο σκοπό το έχειν και την εξουσία, αλλά επίσης και με μόνο σκοπό τη δωρεά αγάπης.

Αυτή ακριβώς η επιθυμία κάνει να ακμάζουν οι τέχνες και οι επιστήμες, τιμή και γόητρο κάθε πολιτισμού, μαρτυρία και σιωπηλή δωρεά αγάπης εκ μέρους ατόμων από αλλοτινούς καιρούς, από πολιτισμούς παλαιούς, πέραν του χρόνου που τούς είδε να βυθίζονται στον θάνατό τους. Από αυτούς τους επιθυμούντες που χάθηκαν, αυτούς που, χωρίς να το συνειδητοποιούν στην εποχή τους, υπήρξαν εξάγγελοι του πραγματικού, αυτούς που ευόδωσαν έργα αγάπης πλασμένα στη γλώσσα που μάς παρέδωσαν, στην ύλη την οποία σημάδεψαν με τη βούληση να φθάσουν ώς εμάς, δεχόμαστε τα δημιουργήματά της επιθυμίας τους, η οποία συναντά τη δική μας προτρέποντας να μεταδώσουμε με τη σειρά μας, μέσω της εργασίας μας, τους καρπούς της δικής μας επιθυμίας, περιστοιχισμένοι από τη μοναξιά που όλοι γνωρίζουμε. Αυτή η επιθυμία μάς προτρέπει να συνδεθούμε με εκείνους που έχουμε αποχωριστεί και να αφήσουμε τα έργα μας ως μαρτυρία για τις επερχόμενες γενεές.

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 42-43). - Το motto εκ της ιδίας (ό.π., σ. 44).

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018

μια εντελώς αδιέξοδη μοναξιά


Η παρατεταμένη απουσία τους το καταδικάζει σε μια εντελώς αδιέξοδη μοναξιά. Έως και σε ψυχοσωματική αποδιοργάνωση –πεπρωμένο που το διακρίνει από τα άλλα θηλαστικά, και στο οποίο οφείλει ίσως την ισχυρή, τη σωτήρια επιθυμία του και την κυρίαρχη, από κοινού με τη μνήμη και τη ζωτική φαντασία, συμβολική λειτουργία του.

Η ίδια η αδυναμία του, αν βρίσκει συμπαράσταση από τους γονείς, τους πρώτους άλλους του, διεγείρει τις δυνατότητες της φαντασίας του, της νόησης και την καταπληκτική δεξιότητά του να επινοεί τρόπους επικοινωνίας με τους άλλους, παρά τους αποχωρισμούς. Το πεπρωμένο αυτό, που η ευφυΐα του σκέφτηκε να σημαδέψει με την απαγόρευση της αιμομιξίας, για να υποστηρίξει το αγελαίο του ένστικτο -χωρίς να ενδώσει σε αυτό-, εφεξής, ενισχύει ακόμη περισσότερο το άγχος του όταν επιθυμεί σεξουαλικά κάτι απαγορευμένο και μετουσιώνει σε καθαρή αγάπη μια απωθημένη επιθυμία·

όταν μετουσιώνει σε εκφορά φωνημάτων τον απογαλακτισμό· και, αφού έχει ολοκληρώσει το πένθος της ύστατης βοηθητικής, σώμα με σώμα, σχέσης με τον κηδεμόνα ενήλικο (από τη στιγμή που δεν είναι πια απαραίτητο να το κρατούν αγκαλιά διότι αρχίζει να κάνει όρθιο τα πρώτα του βήματα, από τη στιγμή επίσης που μπορεί να ελέγχει τους σφιγκτήρες του),

όταν μετουσιώνει την επιδεξιότητα, σημαίνον των αναγκών του, που υπηρετούσε άλλοτε μια ορμητική επιθετικότητα αυτοσυντήρησης, σε ευρηματικότητα, σε ένα δράν μιμητικό στην αρχή, αλλά που συμβολοποιείται αργότερα σε παραγωγική -ανταλλακτική ή δοτική- εργασία, η οποία εξελίσσεται σε πράξεις άδολες με τους οικείους του και τους συν αυτώ, υποκατάστατα ανεπίτρεπτων, σώμα με σώμα, σχέσεων, πράξεων σαρκικών εκτός νόμου. [...]

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 27-28).

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

καταφύγιο παγίδα


Ωστόσο, η μοναξιά γίνεται θελκτική όταν αποτυγχάνει η επιθυμία, όταν κυριαρχεί η θλίψη ή η απογοήτευση από τη ματαιωμένη επικοινωνία με τον άλλο. Παραδίδει τότε τον άνθρωπο ολοκληρωτικά στη μαγεία των ρεμβασμών του, εκεί όπου η επιθυμία επινοεί τις φαντασιώσεις της κατευνάζοντας τις εντάσεις της μέσα από μια ευχαρίστηση που ναρκώνει τη δοκιμασία της μοναξιάς.

Αν όμως η επιθυμία του υποκειμένου δεν λειτουργεί πια στον χώρο της πραγματικότητας, παύει κι αυτό να ανανεώνει το γνώριμο του εαυτού του που, πέρα από το σώμα και το μονότονο ζην των αναγκών, ενδίδει τότε στο πεδίο της φαντασίας. Εκεί, η επιθυμία αναδιπλώνεται στον ναρκισσισμό.

[...] τότε το ανθρώπινο ον κινδυνεύει να πέσει στην παγίδα μιας μοναξιάς στείρας.
[...] περιορίζεται στον διάλογο με το σώμα του.

Εάν τίποτα και κανείς δεν έλθει να τον λυτρώσει από αυτή την παγίδα, η επιθυμία του δελεάζεται με φαντασιώσεις όλο και πιο συγκεχυμένες, οι οποίες σχετίζονται με τη νοσταλγική εποχή που η επιθυμία ήταν αδύναμη και ασαφής. Τότε, καίτοι ον επιθυμίας, οδηγείται στην άγνοια της επιθυμίας του, καίτοι ον γλώσσας, μένει ανέκφραστος, βουβός: μυϊκή ατονία, πρόσωπο αποβλακωμένο· εκτός εάν απορρυθμιστούν οι λειτουργίες του σώματός του από την επίπτωση που έχει επάνω του αυτή η επιθυμία της οποίας είναι αδιέξοδη η εκπλήρωση αλλού, πέραν του ατόμου, οπότε μιλούν για «ψυχοσωματικές» διαταραχές -γλώσσα άγχους στην πραγματικότητα- εφόσον δεχόμαστε ότι η υγεία του σώματος, πάντα ψυχοσωματική, απορρέει από την επιθυμία, από τη γλωσσική εκπλήρωσή της σε συνάρτηση με τον έξω κόσμο [...]

Αυτή η παθολογική μοναξιά γίνεται παθογόνος και πρέπει ο άνθρωπος να βγεί από εκεί προτού γίνει γι' αυτόν καταφύγιο δίχως άνοιγμα προς τον έξω κόσμο. Απεναντίας, μολονότι υποφέρει, οφείλει να αντέξει καρτερικά, άνδρας ή γυναίκα, τον επίμονο πόνο της πληγής του και, πέραν του εαυτού του, να στραφεί σε ένα αλλού όπου υπάρχουν ίσως και άλλοι που επίσης αναζητούν ή άλλοι που θα βρούν πώς να συμπαρασταθούν στην οδύνη του, να απευθύνουν λόγια στην έλλειψή του, να κάνουν κάποια χειρονομία για να ηρεμήσει.

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 52, 53, 54).

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2018

η μοναξιά που προοδευτικά τιθασεύεται


Όλοι οι αποχωρισμοί είναι επώδυνοι. Η οδύνη είναι αναπόφευκτη, ταυτόχρονα όμως κάθε άνθρωπος προσπαθεί να μετριάσει την άσκοπη δυστυχία και οδύνη όταν η επιθυμία του εστιάζει εκεί την επιθυμούσα σημασία της, όσο αδύναμος κι αν νιώθει κανείς με την εξατομίκευσή του, κοινή οδύνη όλων των επιθυμούντων.

Διότι η οδύνη των πρώτων αποχωρισμών -γέννηση, απογαλακτισμός, νευρομυϊκή ανάπτυξη και αυτόνομη κίνηση στον χώρο- είναι εκείνη που οδηγεί προοδευτικά στην εξατομίκευση του σώματος του παιδιού, το οποίο, με τα απτά όριά του, αναδεικνύεται πλάσμα μοναδικό και χωρισμένο.

Τόσο η μόνωση όσο και το ότι το σώμα είναι τμητό, ιδιότητα χάρη στην οποία αποκαλύπτεται το μικρό του ανθρώπου, που αργεί πολύ να φθάσει στην πλήρη ανάπτυξή του, είναι ερεθίσματα για το παιδί που, ως προς την επιβίωση του σώματός του, εξαρτάται για πολύ μεγάλο διάστημα από μια γονεϊκή κηδεμονία. Η απουσία της το ωθεί να εφεύρει λεπτά μέσα, εξ αποστάσεως από τη σώμα με σώμα σχέση: τη γλώσσα – βλέμματα, φθόγγους, χειρονομίες που εκφράζουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες του.

[...]

Εξημμένη από τη μοναξιά, η επιθυμία εφευρίσκει διάφορους τρόπους για να διαμεσολαβηθεί η επικοινωνία.

Πράγματι, η μοναξιά που αισθάνεται το μικρό του ανθρώπου διεγείρει τη μνήμη του και τη συμβολική λειτουργία του, ώστε να πλάθει υποκατάστατες κηδεμονικές παρουσίες, να φαντάζεται τον άλλον παρόντα, να τού μιλά σαν να ήταν εκεί, να μιμείται τις χειρονομίες του όταν είναι απών, να παίζει με τα χέρια του περιμένοντας την επιστροφή του, να ανακαλύπτει την εξουσία του στον περιβάλλοντα χώρο επινοώντας τρόπους για να τον αλλάξει, και να νιώθει ευχαρίστηση με όλες του τις αισθήσεις, ευχαρίστηση που δίνει στον εαυτό του και προσφέρει στους άλλους.

Ευτυχής δοκιμασία, η μοναξιά που προοδευτικά τιθασεύεται [...]

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σσ. 72-73, 73-74). Και ακολουθεί ο ύμνος στην Μοναξιά (ό.π., σσ. 75-77).

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

η ανοίκεια δοκιμασία τού να είναι κανείς δίχως να ξέρει


[...] ο αββάς Βησσαρίων (ζ΄) δεν θα διστάσει, όταν ο πρεσβύτερος απομάκρυνε κάποιον αδελφό από την εκκλησία γιατί είχε περιπέσει σε αμάρτημα, να τον ακολουθήσει έξω λέγοντας: «Καγώ αμαρτωλός ειμί».

Πουθενά δεν βρίσκουμε τόσο άμεση και οικεία σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, όσο στη ζωή των αββάδων της Θηβαϊδος. Μόνο στο Ομηρικό σύμπαν οι θεοί εμπλέκονται τόσο άμεσα στις πράξεις και στα κατορθώματα των ηρώων, συμμετέχοντας στη μοίρα τους. Στην έρημο ο Θεός γεμίζει με την παρουσία του τη ζωή των γερόντων, οι οποίοι κοινωνώντας στην παρουσία αυτή, εγκαταλείπονται στα χέρια Του.

Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Έρημος λέξη (έκδ. Αρμός, Αθήνα 1996, σ. 29).


*

Μοναξιά, για εμάς τους ζωντανούς, με ακμαίες ακόμα τις δυνάμεις μας, είσαι η ανοίκεια δοκιμασία τού να είναι κανείς δίχως να ξέρει, μάς οδηγείς στον μαρασμό όταν δεν βρίσκεται κάποιο πρόσωπο για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας εκεί, να τον αναγνωρίσουμε μαζί του και, πέραν των ανομοιοτήτων και των διαφορών μας στον χρόνο και στον χώρο, να ανακαλύψουμε τη χαρά της επικοινωνίας, τη θέρμη ενός ζήν που, μέσα στο υποταγμένο στις ανάγκες και στα όριά του σώμα του καθενός ξεχωριστά, εγκλωβίζεται στην απόγνωσή του.

Φρανσουάζ Ντολτό, Για τη μοναξιά (μτφρ. Ελ. Κούκη, έκδ. Σμίλη, σ. 80).

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Ρωμανός και Συμεώς


Στο κελλί της Θεοτόκου εν τοις Κύροις αποσκεπασμένος, απόμερος μακροημέρευσε. Έργα της νύκτας, που ετάζει νεφρούς και καρδίας, τα ποιήματά του. Και, για να μη μείνει στην αιώνια μνήμη εν καιρώ μοναχός με τους μοναχούς και ψαλμωδός με τους καντηλανάφτες που μαζί των εμόναζε, έκρυβε στις ακροστοιχίδες των ύμνων του την ελάχιστη μνεία της ποιητικής του ταυτότητας: «Του ταπεινού Ρωμανού». Ο ταπεινός υπερυψούται τώρα στη συνείδησή μας. Γιατί ήταν ο ίδιος μια συνείδηση προικισμένη και συνάμα αενάως διαδραματιζόμενη στη σφαίρα του πιο επίκαιρου επιστητού. Και πάντα παλεύοντας εδώθε απ’ την εξαΰλωση, ένα σκεύος.

Έτσι, σαν ένα σκεύος εκλογής στάθηκε εν μέσω του καιρού του, διάνοια μοναχική: πομπός ενεργητικός, διαλεκτική άγρυπνη μεταξύ των πιο υψηλών ιδεών και των φορέων τους, των ανθρώπων. Και σαν καρδιά κοινόχρηστος: πεδίον όπου μέσα του παραμένει πάντα ανοιχτή η αυλαία του αιώνιου αλλά και καθημερινού θείου δράματος. Κι ενώ ο καιρός εκύρτωνε από δυσχερή και δυσχείρωτη συνάμα σοφία, αυτός σφηνώθηκε εκεί ανάμεσα στα πένθιμα εμβόλια (έτσι θα τα έλεγε ο Κάλβος) μπόλι ζωής. Φρέσκος, δροσερός ήχος, λαλιά νεόκοπη, κρωγμός και κλάμα ζωντανού στήθους. Οι σκέψεις του κι αυτές φωνήεντα, ακόμη και το όραμά του επιφώνημα.

Είναι η εφηβεία, η ψυχολογική στιγμή του μεσαιωνικού μας Ελληνισμού. Και χρειάστηκε να περάσει πολύς χειμάζων αιώνας, για να καρποφορήσει η άλλη, η πνευματική στιγμή. Αυτήν πια ευδόκησε τώρα να την κατορθώσει, ολόκληρη μες στη μυστική φώτιση, ένας άλλος, μεγάλος άγνωστος, που τ' όνομά του θα πρέπει κάποτε σοβαρά ν' απασχολήσει ως σπουδή και την ποίηση. Μετά τού Ρωμανού την αγωνία η χάρις τού Συμεών του νέου, του Θεολόγου. Αυτός, αιωνίως εγκάθειρκτος, εκείνος προ πολλού απόδημος τού σώματος.

Του Ρωμανού ο κόσμος παρέμεινε εγκόσμιος, κυριολεκτώντας ουσία και λόγω. Ο Συμεών ευδόκησε περιφραστικά, να τον αποθεώσει:

Μοναχός όστις αμιγής έστι κόσμω
και αενάως ομιλών θεώ μόνον.
Βλέπων βλέπεται, φιλών φιλείται
και γίνεται φως λαμπόμενος αρρήτως.
Δοξαζόμενος δοκεί πλέον πτωχεύειν
και προσοικειούμένος ως ξένος πέλει.
Ω ξένον πάντη θαύματος καί αφράστου,
δια πλούτον άπειρον υπάρχω πένης
και μηδέν έχειν δοκώ, πολύ κατέχων,
και λέγων διψώ δια πλήθος υδάτων.

Έρχονται τώρα, ας τούς φαντασθούμε εναλλάξ, δυο στάσεις, δυο χωριστοί άνθρωποι, προ του φρικτού θρόνου της Κρίσεως. Ο Ρωμανός στο κάτω πάτωμα, εδαφιαίος, ολόσωμος, γαντζωμένος επάνω στη σάρκα του (γαιώδες αλώνι δοκιμασίας) αγωνιστικός κι αγωνιώδης, τρομερός και μολαταύτα περίτρομος:

Όταν έλθης ο θεός
επί γης μετά δόξης
ποταμοί δε του πυρός
προ του βήματος έλκη
και βίβλοι διανοίγωνται
και τα κρυπτά δημοσιεύωνται,
τότε ρύσαί με
εκ του πυρός του ασβέστου

Κι ο Συμεών επάνω υπερίπταται όλος ψυχή, δορυφόρος των άνω δυνάμεων:

Η δε απαυγή της δόξης σου της θείας
φως απλούν ημίν, φως γλυκύ καθοράται,
φως πνευματικόν βλεπόμενον μακρόθεν,
φως εντός ημών ευρισκόμενον αίφνης,
φως ως ύδωρ βρύον, ως πυρ τε φλέγον
τής ήσπερ πάντων καθάψεται καρδίας.

Ο 10ος αιώνας έτσι συμπλήρωσε τον 6ον αιώνα Κι ένας κύκλος πολιτισμού ολοκληρώθηκε κι έκλεισε. Η μεσαιωνική μας ψυχή απ' το πάθος πέρασε κι ετελειώθη στην έκσταση.

Γιάννης Δάλλας, Υπερβατική συντεχνία [1958] (έκδ. Έρασμος, Αθήνα 2018, σσ. 85-88).