Οι χριστιανικές εστίες της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου εγκαίρως είχαν απλωθή στα διάφορα σημεία της Πελοποννήσου και εντός του 3ου αιώνος δεν φαίνεται πιθανόν ότι ο κόσμος παρέμενε πιστός στην θρησκείατου Δωδεκαθέου. Η έλλειψις ειδήσεων μεταφέρει την πλήρη επικράτησι της νέας θρησκείας στον 4ον και 5ον αιώνα.
Η Αρκαδία ελάτρευε πολύ ενωρίτερα τον χριστιανικό θεό, αφού απεκαλύφθησαν παλαιοχριστιανικές βασιλικές σε διάφορα σημεία της περιοχής, όπως οι αρχαίες Καφυές (Χωτούσα), Νεμνίτσα, Θέλπουσα, εκτός των πολλών της Τεγέας. Πρόκειται λοιπόν για χριστιανική περιοχή.
[...]
Η Δημητσάνα στην Ιστορία εμφανίζεται ως διαμορφωμένη και διαπρέπουσα πόλις, που αποκαλείται χώρα. Είναι ενοριακό χωριό της Επισκοπής Λακεδαιμονίας, που υπήγετο στην Μητρόπολι Πατρών. Ήταν το έτος 967. Η μαρτυρία περιεσώθη σ' επίσημο πατριαρχικό έγγραφο του Πατριάρχου Πολυεύκτου, που κυρώνεται σε αντίγραφο του έτους 1624 από πολυπληθή Πατριαρχική Σύνοδο υπό τον σπουδαίο Πατριάρχη Κύριλλο Α΄ τον Λούκαρι. Πρόκειται για το ιδρυτικό της γεραράς μονής Φιλοσόφου μέσα στο φαράγγι του Λουσίου, στην Μονόπορη. Στο φώς έρχεται ένας επιφανής Δημητσανίτης. Ο Ιωάννης Λαμπαρδόπουλος – Φιλόσοφος, που φιλόσοφος μεν σημαίνει λόγιος, ίσως καθηγητής του Πανεπιστημίου, αλλ' έχει και σπουδαίο αξίωμα πολιτικό, ήταν πρωτασηκρήτης του αυτοκράτορος Νικηφόρου Φωκά, να πούμε πρωθυπουργός.
[...]
Κοίμησις Θεοτόκου Φιλοσόφου. Ο κτίτωρ. Ο Ιωάννης Λαμπαρδόπουλος – Φιλόσοφος, που ίδρυσε το ομώνυμο μοναστήρι, κρινόμενος από το οικογενειακό του επώνυμο δυνατόν ν' ανήκη στην βυζαντινή οικογένεια Λα(μ)παρδά, της οποίας εκπρόσωποι κατά τον 12ον και 13ον αιώνα κατείχαν στρατιωτικά και πολιτικά αξιώματα. Ετυμολογικώς το Λαμπάρδης – Λαμπαρδόπουλος ίσως μπορεί να σχετισθή με τους Λογγοβάρδους γερμανικής καταγωγής, των οποίων το όνομα πιθανόν να προήλθε από μακρά γενειάδα (long bart), η δε διασπορά σ’ ευρωπαϊκά κέντρα δεν αποκλείεται να έφερε μερικούς σστην Ελλάδα. [...]
[...]
Έχει σημειωθή δυσδιάκριτο πλέον τμήμα αγιογραφίας στ' αριστερά της βόρειας θύρας [του παλαιού καθολικού], όπου αμυδρά συλλαμβάνεται ασκητική μορφή, που πιθανώς ανήκει σε βυζαντινό αξιωματούχο με ξανθή κόμη, λεπτό πρόσωπο και μεγάλα μάτια, πρόσωπο με βαθειά κατάνυξι και σημασία σ' αυτήν την θέσι, σε βαθμό που οδηγείται κανείς να υποθέση μήπως ο αγιογράφος επεδίωξε ν' απεικονίση τον κτίτορα του ναού κοντά στον άγιο Παντελεήμονα, είτε πρόκειται για λείψανο από την αρχική διακόσμησι είτε για φιλότιμη επανάληψι της παραστάσεως από τον δεύτερο αγιογράφο. Ο τελευταίος αυτός καλλιτέχνης είναι δυνατόν ν’ ανήκη στα προ της Αλώσεως χρόνια και άφησε και σε άλλα σημεία κάποια δυσδιάκριτα ίχνη του έργου του, που θεωρείται ως κατάλοιπον αξίας.
[...]
Από εκκλησιαστικής απόψεως η Αρκαδία δεν απετέλεσε ενιαίον επαρχιακό χώρο. Το πλησιέστερο και ωργανωμένο εκκλησιαστικό κέντρο στην Νοτιωτέρα περιοχή της Πελοποννήσου ήταν η Μητρόπολις Λακεδαιμονίας και παλαιότερα και πιο έγκυρα αφότου προήχθη σε αυτοτελή Μητρόπολι το 1082 από Επισκοπή του Παλ. Πατρών.
Ιωάννα Κ. Γιανναροπούλου, Συνοπτική Ιστορία της Δημητσάνας (Αθήνα 1999, σσ. 22-24, 51, 57, 32).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου