Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στην Ορθόδοξη Χριστιανική παράδοση, η οποία διατηρείται αυτούσια και αναλλοίωτη ώς τις μέρες μας, τη στιγμή της Επίκλησης, ζητάμε από το Άγιο Πνεύμα «να έρθει σε εμάς και σε αυτήν την προσφορά» (τον άρτο και τον οίνο), για να μεταμορφωθούν πραγματικά σε «σώμα και αίμα», σε «πράξη και θαυμασμό» του Χριστού που ζεί στην καρδιά μας.
Η Μαρία βίωσε, κατά κάποιον τρόπο, αυτήν την Επίκληση: το Άγιο Πνεύμα ήρθε για να φωτίσει τον νού και την καρδιά της, προκειμένου ο Διδάσκαλος να παρουσιαστεί πραγματικά σε εκείνη και να συνεχίσει με αυτόν τον τρόπο να τη διδάσκει.
Η Μαρία βρίσκεται λοιπόν μέσα σε αυτόν τον Αληθινό κόσμο -που διαφέρει από τον κόσμο του ορατού και του αόρατου- τον οποίο αναφέραμε ως Φαντασιακό και που είναι αναμφίβολα μια δύσκολη λέξη, διότι είναι παράγωγο της φαντασίας, η οποία, τουλάχιστον στη Δύση, συνδέθηκε για πολλά χρόνια με το φαντασιακό ή με τον χώρο των φαντασμάτων, αντί να αποτελέσει τη δυνατότητα διεύρυνσης του χωροχρόνου μέσα σε μια διαφορετική διάσταση, έναν άλλον χωροχρόνο, που δεν είναι ακόμη αυτός της Αιωνιότητας ή του Αδημιούργητου, αλλά ο οποίος, σαν τη σκάλα του Ιακώβ που συμβολίζει τα διαφορετικά επίπεδα του Είναι, μάς οδηγεί εκεί ακριβώς.
Αυτό που πληγώνει περισσότερο τη Μαρία είναι που ο Πέτρος μπόρεσε να σκεφτεί ότι εκείνη έλεγε «ψέματα». Για έναν Σημίτη το ψέμα είναι χειρότερο από την πλάνη ή την αυταπάτη. Είναι μια εκούσια κακή πράξη που στόχο έχει να νοθεύσει το Αληθινό. Όπως θα πεί αργότερα, ο Μάιστερ Έκχαρτ στους δικαστές του στην Αβινιόν: «Μπορεί να σφάλλω, αλλά δεν μπορώ να λέω ψέματα», δηλαδή ξέρω αυτό που ξέρω και πιστεύω αυτό που πιστεύω...
Για τη Μαρία είναι πολύ δύσκολο να αρνηθεί αυτό που λέει, γιατί θα ήταν σαν να αρνείται την ύπαρξη της Ανάστασης, σαν να ήταν ψεύτικη. Τα λόγια της, κάνουν τον Πέτρο να χάσει την πίστη και την εμπιστοσύνη του στην Αγάπη πέρα από τον τάφο, και αντί να προσφέρει σταθερότητα στους αδελφούς του, κινδυνεύει να τούς γυρίσει πίσω σε μια ιστορία όπου καμιά «δίοδος» δεν είναι ανοιχτή και να τούς κλείσει σε «αυτόν τον κόσμο που έχει δημιουργηθεί για να πεθάνει», από τον οποίο ο Διδάσκαλος ήρθε να τούς ελευθερώσει.
Δεν είναι μόνο εκείνη που νιώθει θιγμένη και πληγωμένη· είναι σαν «σταυρώνεται ακόμη μια φορά» ο Ιησούς τον οποίο φέρει μαζί της, σαν να σταυρώνεται ξανά από τους ίδιους τους μαθητές και τους φίλους του, και πιο συγκεκριμένα «από τον στενοκέφαλο» μαθητή του, τον Κηφά, την «πέτρα». Έτσι, αντί ο Πέτρος να γίνει βράχος πάνω στον οποίο θα κτιστεί η κοινότητα, πετάει πέτρες.
Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 246-247). Απ’ αφορμή τους στίχους 4-6 της 18ης σελίδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου