Η συμμετοχή του Βυζαντινού στις φορολογικές; πολυποίκιλες υποχρεώσεις του είναι η χειροπιαστή απόδειξη της βυζαντινής του ιδιότητας, γι' αυτό ο όρος «συντελεστής» έφτασε να σημαίνει τον τέλειο Βυζαντινό πολίτη, ασχέτως αν πολλοί αληθινοί Βυζαντινοί αποκλείονται από αυτή την ιδιότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι και το Βυζάντιο γνώρισε και εφάρμοσε τη δουλεία, μολονότι πρώτο αυτό στον κόσμο την κατάργησε επισήμως τον 12 αιώνα.
Αξίζει ίσως να παραθέσω το γράμμα που ο Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης απηύθυνε στον Μανουήλ Κομνήνο, και που θεωρείται ως προτροπή για την κατάργηση της δουλείας που θέσπισε ο αυτοκράτορας αυτός: «Έστι μεν δουλεία φύσει μεν αγνοούμενον, πλεονεξία δε ανθρώπων παρευρεθέν. Θητεία γάρ τις έσται πολυχρόνιος και άμισθος»·
και αλλού: «Θεός ο φύσει δεσπότης, τους δούλους ημάς ανάγει προς αδελφότητα και καλείν αδελφούς ουκ επαξιεί. Ημείς δε τους αδελφούς εκ της ισότητας ύψους, εις δουλείας βάραθρον κατάγειν εθέλομεν».
Θεωρώ το κείμενο αυτό ως μια μικρή απόδειξη του ανθρωπισμού που ανέπτυξε το πάντοτε παραγνωρισμένο Βυζάντιο.
*
Είναι γεγονός ότι η παρουσία του αυτοκράτορα στο κάθισμα του Ιπποδρόμου (το βασιλικό θεωρείο, που συγκοινωνούσε με το παλάτι) ήταν έναυσμα για το λαό, προκειμένου όχι μόνο να εκφράσει τις «επευφημίες» (τα «ζήτω», δηλαδή, στον αυτοκράτορα), αλλά και να καταγγείλει τα έκτροπα αξιωματούχων, αυλικών, καθώς και συγγενικών με τον αυτοκράτορα προσώπων.
Έτσι, όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (η Αγία της Ορθοδοξίας, που αναστήλωσε τις εικόνες, και όχι η πρώτη, κάποτε ελαφρών ηθών, γυναίκα του Ιουστινιανού) αδίκησε, με την αγορά μιας κουμπαρέας (μεγάλου εμπορικού πλοίου), την πωλήτρια, που ήταν χήρα, δύο μίμοι στον Ιππόδρομο, και μπρος στον αυτοκράτορα Θεόφιλο, το σύζυγο της Θεοδώρας, κατάγγειλαν το παράπτωμα με τρόπο παιγνιώδη, που αξίζει να αναφέρω εδώ.
Σέρνοντας ένα βαρκάκι στην αρένα, προστάζει ο ένας μίμος τον άλλο: «κατάπιε το λεμβίδιον». «Ου δύναμαι», «δεν μπορώ», απάντησε αυτός. Κι ο άλλος, οργισμένος, φώναξε: «Πώς δεν μπορείς να καταπιείς εσύ ένα βαρκάκι, όταν η αυτοκράτειρα κατάπιε ολόκληρη κουμπαρέα;» (κάτι σαν ένα υπερωκεάνιο σιταγωγό, θα λέγαμε εμείς).
Έπαιζε, λοιπόν, ο Ιππόδρομος στο Βυζάντιο το ρόλο κάπως της παλιάς αρχαιοελληνικής αγοράς. Εκεί οι επευφημίες αλλά εκεί και οι διαπομπεύσεις. Η αποδοκιμασία, δηλαδή, προσώπων που με τη διαγωγή τους ή την πολιτική τους έβλαπταν τους θεσμούς, τον αυτοκράτορα, την Εκκλησία, την πολιτεία γενικότερα. [...]
*
Ωστόσο, η θεοσέβεια που διακατείχε τη βυζαντινή κοινωνία δεν εμπόδισε τους Βυζαντινούς από το να έχουν ομάδες συμπατριωτών τους παραδομένες σε έναν έκλυτο βίο. Ο Ιππόδρομος, τα λιμάνια και τα καπηλειά, καταγώγια και χαμαιτυπεία, καθώς και οι κακόφημοι οίκοι, είχαν θαμώνες απ' όλα τα στρώματα της κοινωνίας, και όχι μόνο στην πρωτεύουσα.
Να θυμίσω, παρενθετικά, ότι σ' αυτό το περιβάλλον γνώρισε τη Θεοδώρα, τη γυναίκα του, ο Μεγάλος Ιουστινιανός. Όμορφη αυτή, ήταν κόρη αρκουδιάρη του τσίρκου, και φαίνεται ότι άσκησε το πανάρχαιο γυναικείο επάγγελμα ώς τη μακρινή Συρία. Συνήθιζε να φορά, όπως μάς λέει κακόβουλα ο Προκόπιος στα Ανέκδοτα, μόνο ένα «σχοινίον περί το αιδοίον», κάτι δηλαδή σαν string, θα λέγαμε σήμερα… [...]
Τα επίθετα [ενν. για τον υπόκοσμο του Βυζαντίου], υβριστικά όλα βέβαια, που τούς χαρακτηρίζουν, δηλώνουν το είδος της έκλυτης διαγωγής τους, αλλά, θα προσθέσω, και τον λεξικό πλούτο των κατηγόρων τους. Αναφέρω μόνο μερικά από αυτά, που θα άξιζε, νομίζω, να συμπεριληφθούν στα σχετικά λεξικά της μεσαιωνικής ελληνικής γλώσσας. […] «ανθρωποχοιροτροφεία και μοιχείας καταγώγας», όπως λέει ο Τζέτζης, συγγραφέας του 12ου αιώνα, που δε διστάζει να ονομάσει έτσι ώς και τις Εγκλείστρες (είδος μοναστηριών) της Κωνσταντινούπολης, ζητώντας μάλιστα από τη Μεγάλη Εκκλησία (το Πατριαρχείο δηλαδή) να τίς απαγορεύσει.
Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο (έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 22-23, 45-46, 69, 70).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου