Μένει από το Βυζάντιο, ώς τα σήμερα, το σύνολο, θα έλεγα, των λεπτομερειών του καθημερινού ιδιωτικού βίου: τα χριστιανικά βαφτιστικά ονόματα, η Κυριακή αργία, το ημερολόγιο με τις γιορτές, τα πανηγύρια […]. Μένουν τα πιρούνια που μια Βυζαντινή πριγκίπισσα έφερε στη Βενετία, τον 11ο κιόλας αιώνα. Μένουν λαϊκές ρήσεις, όπως π.χ. «έφαγα τον περίδρομο» (ώς τον περίγυρο, δηλαδή, του γεμισμένου πιάτου), ή «το παίζω στα δάχτυλα», έκφραση των παιδιών που ήξεραν καλά το μάθημα της δωδεκαδικής τότε αριθμητικής.
Μένουν φράσεις, όπως οι πολυχρόνιες ευχές, οι κατά βαρβάρων νίκες, το «Αέρας», σαν σύνθημα εφόδου του στρατού, όπως ήταν το «Αήρ» των βυζαντινών στρατευμάτων.
*
Η εξαΰλωση που χαρακτηρίζει τις μορφές στη βυζαντινή εικόνα (ακόμη και στην ψηφιδωτή) αποβλέπει στη μέθεξη με το Θείο, με το υπερπέραν, το χώρο που θέλει, δηλαδή, να κατακτήσει ανοδικά ο χριστιανός με τον ενάρετο βίο του, για τη σωτηρία της ψυχής. […] Πασιφανής είναι η διαπίστωση αυτής της αλλαγής στην απεικόνιση των μορφών και των σχημάτων, που δηλώνουν ένα νέο τώρα τρόπο ζωής, την πανανθρώπινη αλληλεγγύη, όπως τη θέλει η σωστή πίστη, η ορθή δόξα, η ορθοδοξία δηλαδή.
Η διαπίστωση αυτή δηλώνει τη θέση (την υποδεέστερη τώρα θέση) που κατέχει το ανθρώπινο σώμα στη νέα θρησκεία, εν σχέσει με το πνεύμα και με την ψυχή. Να θυμηθούμε ότι, για το χριστιανισμό, η παρθενία, ακόμη και των ανδρών, είναι δείγμα αρετής· και θα πώ εδώ, χαρακτηριστικά, ότι ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη ονομάζει «αμώμους» τους «μη μειγέντας γυναιξί». Ιδού, νομίζω, μια από τις ρίζες του μοναχισμού, που εκφράζει την προσήλωση στον Θείον Έρωτα, και που ήταν μια νέα στάση ζωής και κοσμοθεωρίας.
*
Είναι γνωστό ότι όλοι σχεδόν οι αγιογράφοι του Βυζαντίου προέρχονται από τις τάξεις των μοναχών, και ότι θα πρέπει να περιμένουμε τη Φραγκοκρατία για να συναντήσουμε εικονογράφους περιφερόμενους από τόπο σε τόπο για την εκτέλεση των παραγγελιών που λαμβάνουν (όπως π.χ. ο Φράγκος Κατελάνος στη Θεσσαλία και την Ήπειρο – το όνομά του δείχνει την καταγωγή του). Μεταξύ τους είναι ίσως και κάποιοι λαϊκοί, μέλη του εργαστηρίου που είχαν οργανώσει οι εκάστοτε δάσκαλοι, οι maîtres, στη Μακεδονία κυρίως, αλλά και στη βενετοκρατούμενη Κρήτη.
Βρισκόμαστε, όμως, σε μια εποχή (των Παλαιολόγων) κατά την οποία είναι αισθητή η δυτική επίδραση στην Ανατολή. Οπωσδήποτε, ο δρόμος που γρήγορα χάραξαν οι καθολικοί, Δυτικοί αγιογράφοι, προσανατολίζεται προς πρότυπα εκκοσμικευμένα, τα οποία οδήγησαν αργότερα στην τέχνη της Αναγέννησης.
Να θυμίσω ότι η Αναγέννηση, με τη σειρά της, ανακάλυψε (στα αχνάρια, βέβαια, της αρχαιότητας) τη σαρκική υλική πραγματικότητα, τη σωματική, θα έλεγα, διάσταση του μεσαιωνικού, του αναγεννησιακού όμως τώρα, ανθρώπου, αυτού που δε γνώρισε ο βυζαντινός κόσμος, γιατί έμεινε προσηλωμένος στην υπερβατική διάσταση της αγιογραφικής τέχνης.
Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο (έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 106-107, 114-115, 115-116).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου