Η σωτηριολογική διάσταση του χριστιανισμού, με επιστέγασμα την πίστη στην ανάσταση των νεκρών, έκανε τον κάθε χριστιανό, ανάλογα με τη ζωή που διάλεγε, υπεύθυνο -με τις πράξεις του- της σωτηρίας της ψυχής του, πράγμα που αποτελούσε το μόνο στόχο ενός επάξιου χριστιανικού βίου.
*
Η εικόνα, λοιπόν, για τον Βυζαντινό δεν έχει κάτι το φανταστικό· δεν είναι η εικόνα του ανύπαρκτου, αλλά εικόνα μιας χειροπιαστής ιστορικής προσωπικότητας και πραγματικότητας, που αποτελεί αναφορά στη σωτηριολογική πορεία του, λόγω της αγιότητάς της. [...]
Οι αχειροποίητες εικόνες είναι θαυματουργικής δημιουργίας αλλά χειροπιαστής πραγματικότητας· οι θαυματουργές εικόνες είναι υλικής υφής αλλά υπερφυσικής δύναμης («επεί ει Θεός βούλεται, ανατρέπεται φύσεως τάξις»).
Η σύγκλιση του Θείου με το ανθρώπινο γίνεται μέσω της εικόνας (αχειροποίητης ή θαυματουργής), η λατρεία μέσω της εικόνας αποτείνεται στο εικονιζόμενο πρόσωπο: από σεβάσμιο και παραδειγματικό γίνεται ιερό. Έχει έτσι εκπληρωθεί η μετάβαση σε άλλο είδος (από την πραγματικότητα περνάμε, δηλαδή, στην αγιότητα), πίστη που καθόρισε τη στάση των εικονολατρών κατά την εικονοκλαστική περίοδο,
τότε δηλαδή που οι εικονομάχοι αρνούνταν αυτή τη μετάβαση και κατηγορούσαν τους εικονόδουλους ως σανιδόπιστους (ότι, δηλαδή, λάτρευαν σανίδες). Οι εικονόδουλοι κατηγορούσαν, με τη σειρά τους, τους εικονομάχους ως ιουδαιόφρονες και σαρακηνόφρονες, με το σκεπτικό ότι ιουδαϊσμός και ισλάμ ήταν θρησκείες ανεικονικές, με απόλυτη μάλιστα απαγόρευση της αναπαράστασης του Θείου.
Να σημειώσω, χαρακτηριστικά, ότι έτσι εξηγείται και το γιατί ήταν εικονολατρικές εστίες και καταφύγια για τους καταδιωκόμενους τότε εικονόδουλους μοναχούς οι ελληρωμαϊκές περιοχές της αυτοκρατορίας (Ελλάδα και Ιταλία), των οποίων οι πληθυσμοί, ως πρώην, ως παλιοί ειδωλολάτρες, ήταν συνηθισμένοι στην αναπαράσταση των θεών, και συνακόλουθα φάνηκαν προσηλωμένοι στη λατρεία των εικόνων. Αντίθετα, οι κάτοικοι των ανατολικών επαρχιών ήταν ακραιφνείς εικονομάχοι, έχοντας συγχρωτιστεί με τους γειτονικούς τους λαούς, κυρίως τους Άραβες μουσουλμάνους.
*
Το γεγονός ότι αυτοκράτορας, και όχι πατριάρχης ή ιερωμένος, προκάλεσε λατρευτική θρησκευτική αναστάτωση, την Εικονομαχία δηλαδή, δείχνει, κατά τη γνώμη μου, ότι η κίνηση είχε πολιτική και όχι θρησκευτική, λειτουργική χροιά. Οι μορφές, άλλωστε, των αγίων και οι υπόλοιπες απεικονίσεις αντικαταστάθηκαν στις εκκλησίες με θριαμβικούς υπερυψωμένους σταυρούς, καθ' όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Σταυροί κοσμούν και τα νομίσματα των εικονομάχων αυτοκρατόρων.
Δεν είναι της ώρας να επαναλάβω εδώ αυτό που έγραψα αλλού, δηλαδή ότι οι ανατολικής καταγωγής Ίσαυροι αυτοκράτορες (στην πραγματικότητα κατάγονταν από τη Γερμανίκεια, το σημερινό Καρς) προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τον αραβικό κυρίως κίνδυνο κινητοποιώντας ενάντια στην απειλή του τους ανατολικούς πληθυσμούς τους, που ήταν, όπως είπα, εθισμένοι στην ανεικονική λατρεία. Επέβαλαν λοιπόν, με την Εικονομαχία, μορφή λατρευτική οικεία στους πληθυσμούς αυτούς.
Αντίθετα, οι εικονολάτρες αυτοκράτορες, όπως π.χ. η Ειρήνη η Αθηναία, επικέντρωσαν την προσπάθειά τους στην άμυνα των Βαλκανίων, των ευρωπαϊκών περιοχών του Βυζαντίου, που απειλούσαν οι Βούλγαροι· ήταν λογικό, λοιπόν, να υποστηρίξουν τη λατρεία των εικόνων, υπακούοντας στην εικονοφιλία του πληθυσμού των περιοχών αυτών.
Οπωσδήποτε, η εικονοκλαστική διαμάχη έδωσε, επίσης ευκαιρία στους μεν και στους δε να αναπτύξουν φιλοσοφικά επιχειρήματα για τη θέση της εικόνας στη χριστιανική λατρεία, επιχειρήματα που μαρτυρούν τη φιλοσοφική, τη σχεδόν αριστοτελική, θα έλεγα, αντιπαράθεση των αντιμαχομένων. Δυστυχώς, δεν έφτασαν ώς εμάς παρά μόνο τα γραπτά των νικητών, των εικονολατρών δηλαδή, των οποίων εξάρχοντες στάθηκαν ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ο πατριάρχης Νικηφόρος. […].
Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο (έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 119, 121-122, 123-124).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου