[…] ο Ιωάννης Καντακουζηνός, την ίδια περίπου εποχή [τον 14ο αιώνα], στέφεται αυτοκράτορας στις Βλαχέρνες, με στέμμα κοσμημένο με ένα σωρό κομμάτια από υαλί, κόκκινα, πράσινα, γαλάζια, λόγω «της πτωχείας του ταλαιπώρου κράτους μας», όπως γράφει ο Καβάφης στο ποίημα «Από υαλί χρωματιστό».
*
Το βυζαντινό υπέρπυρο, το κωνσταντινάτο λεγόμενο κοινώς, καθώς είναι δημιούργημα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, το πρώτο στον κόσμο που ήταν βασισμένο στη ρήτρα χρυσού -κέρμα από ατόφιο χρυσό, στέρεο «aureum solidum», εξού και το όνομα σόλιδος ή απλώς νόμισμα-, ζύγιζε, πριν από τις υποτιμήσεις και νοθεύσεις που τού επέβαλλε κάθε τόσο η οικονομική δυσπραγία, γύρω στα 4.50 γραμμάρια, δηλαδή 24 κεράτια.
Η λέξη «κεράτιο» σημαίνει το κουκούτσι του ξυλοκέρατου (του χαρουπιού), όρος αυτός που προέρχεται από το αραβικό «kharubah» (ξυλοκέρατο). Όσο για το βυζαντινό κεράτιο βρίσκεται στη ρίζα του σημερινού καρατίου, που μετρά παντού την καθαρότητα του χρυσού και των διαμαντιών.
Το ένα [χρυσό] νόμισμα αντιστοιχούσε σε 12 αργυρά κέρματα, τα μιλλιαρίσια ή δικέρατα (δύο κεράτια χρυσού το καθένα). Το μιλλιαρέσιο άξιζε 24 φολλερά. Τα φολλερά, που ήταν χάλκινα κέρματα, κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα με τα χρυσά νομίσματα, ενώ τα αργυρά κέρματα, τα μιλλιαρέσια, προστέθηκαν αργότερα.
Η νομισματική κωνσταντίνειος μεταρρύθμιση, που βασίζεται στον χρυσό, ακολουθεί το δωδεκαδικό σύστημα, αυτό που ρυθμίζει και τη βυζαντινή φορολογία. Να προσθέσω ότι 72 νομίσματα ισοδυναμούν με μία λίτρα χρυσού, και ότι οι πληρωμές του κράτους (διπλωματικές και άλλες) γίνονται με κεντηνάρια, δηλαδή με ενότητες των 100 λιτρών η καθεμιά. Με κεντηνάρια, λοιπόν, οι υποχρεώσεις του κράτους προς τρίτους, κυρίως προς τους ξένους ηγέτες, ή προς τα μισθοφορικά στρατεύματα.
*
[…] η πίστη πως το τέλος του κόσμου θα επέλθει στα χίλια χρόνια από τη γέννηση του Χριστού, είχε οδηγήσει σε παροξυσμό δεισιδαιμονίας και τρόμου τους πληθυσμούς της μη βυζαντινής, της καθολικής Ευρώπης. Είχε για όλους γίνει πεποίθηση ότι ο Αντίχριστος θα κατέλυε τη Χριστιανοσύνη και θα κυριαρχούσε στους Αγίους Τόπους, αν οι πιστοί δεν ξεσηκώνονταν εναντίον του. [...]
[…] το βυζαντινό ημερολόγιο δε μετρούσε τα χρόνια από τη γέννηση του Χριστού, όπως οι καθολικοί, αλλά κατά την ιουδαϊκή συνήθεια, δηλαδή από κτίσεως κόσμου. Κατανοητό, λοιπόν, το γιατί οι Βυζαντινοί έμειναν ξένοι και καχύποπτοι μπρος στις σταυροφορικές επιχειρήσεις των Δυτικών. [...] Δε γνώρισαν, λοιπόν, οι Βυζαντινοί χριστιανική χιλιετία,ούτε μπόρεσαν να καταλάβουν το σταυροφορικό κίνημα, αφού το Βυζάντιο δνε έπαψε ποτέ να αγωνίζεται εναντίον των απίστων για τους Αγίους Τόπους.
[…] κατά το βυζαντινό ημερολόγιο, που άρχιζε το χρόνο από την 1η Σεπτεμβρίου, με την ημέρα της ινδίκτου, ο Χριστός είχε γεννηθεί το έτος 5508 της κτίσεως κόσμου, πράγμα που έκανε το έτος 6509 να είναι το «φοβερό» πρώτο Μιλλένιουμ. Εύκολα μπορεί κανείς, χάρη στην πληροφορία αυτή, να φανταστεί ότι οι Βυζαντινοί αγνόησαν το χιλιαστικό δέος.
Εύκολα μπορεί και να μετατρέψει τη χρονολογία των βυζαντινών εγγράφων (χρυσοβούλλων, προσταγμάτων και ορισμών με ινδικτιώνα, απλών νοταριακών εγγράφων ή επιστολών) στη χριστιανική σημερινή χρονολόγηση, η οποία, θα πώ παρενθετικά, κατέκτησε τον κόσμο, ασχέτως άλλων τοπικών συστημάτων χρονολόγησης, όπως έδειξαν οι πρόσφατες παγκόσμιες γιορτές για την είσοδο στο νέο Μιλλένιουμ.
Ο πανικός της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας σημαδεύει όλο το κλίμα του δυτικού Μεσαίωνα, εποχή που, βέβαια, δε γνώρισε το Βυζάντιο. Να τονίσω, με την ευκαιρία αυτή, ότι τα χρόνια του Βυζαντίου δεν μπορούν να θεωρηθούν μεσαιωνικά. […] Ο Μεσαίωνας του Βυζαντίου, του ελληνισμού δηλαδή, θα αρχίσει αιώνες αργότερα, με την οθωμανική κατάκτηση, και όταν η Δύση θα εγκαινιάζει τη λαμπρή της Αναγέννηση.
Ελένη Αρβελέρ, Σας μιλώ για το Βυζάντιο (έκδ. Ερμής, Αθήνα 2014, σσ. 90, 90-91, 97, 98, 99-100).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου