Πολλαί λέξεις και φράσεις της παρθένου,
άς μέχρι τότε εξελάμβανον ως παιδικής
αφελείας κυριολεκτήματα,
ευρίσκοντο επιδεκτικαί μεταφορικής εξηγήσεως...
Γ. Μ. Βιζυηνός*
Γ. Μ. Βιζυηνός*
[...] Υπερβάσεις και υπερβολές για να δηλωθεί η σχέση που υπάρχει μεταξύ τού συγγραφέα καοι τής Μάσιγγας, ως μεταφοράς, μεταξύ τού συγγραφέα και τής Μούσας του, τής μάγισσάς του. Υπερβολές που αναπτύσσονται ελεύθερα επειδή το επιτρέπει η οπτική γωνία, το πλοίο, που πλησιάζει προς τη Νεάπολη και την προσφέρει ως θέα στους επιβάτες του, τουλάχιστον σε εκείνους που στέκονται και βλέπουν.
Το πλοίο αυτό, όμως, διέπεται από τους νόμους τής φύσης: είναι μεν ατμόπλοιο, έχει τη δική του ορμή, αλλά η κίνησή του εξαρτάται και από τους ανέμους και τα κύματα, από τα στοιχεία τής φύσεως.
Από τη φύση λοιπόν εξαρτάται και η κίνηση των επιβατών τουμ πλην ενός, τού κ. Π., που βηματίζει στον δικό του ρυθμό και δηλώνει ότι στο πλοίο δεν υπάρχει «φύσις», ότι «φύσις» υπάρχει μόνο στην εξωτική Καλκούτα. Γι' αυτό δεν αρκεί το εξωτικό όνομα Rio Grande, χρειάζεται η εξωτική πόλη Καλκούτα.
Γι' αυτό δεν υπάρχει μεταφορά στο χώρο και άρα, αντιστρέφοντας τον αριστοτέλειο ορισμό, δεν υπάρχει μεταφορά στη γλώσσα. Ο Paul Ricoeur τονίζει ότι στον ορισμό «μεταφορά δε εστιν ονόματος αλλοτρίου επιφορά...» το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι κάτι συμβαίνει στο όνομα και το δεύτερο είναι ότι η μεταφορά ορίζεται ως κίνηση, ως επιφορά.
Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης προκειμένου να εξηγήσει τη μεταφορά, χρησιμοποιεί μια λέξη που περιέχει ένα όνομα και δημιουργεί μιαν άλλη μεταφορά, από τον χώρο της κίνησης («φορά»).
Με την έννοια αυτή, η λέξη «μεταφορά» στον Αριστοτέλη, λέει ο Ricoeur, είναι μεταφορική, δείχνοντας ότι είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς για μεταφορά χωρίς μεταφορές. Ο ορισμός τής μεταφοράς επιστρέφει σ' αυτήν: «δεν υπάρχει ένας μη μεταφορικός τόπος από τον οποίο μπορεί κανείς να εξετάσει τη μεταφορά, και όλα τα άλλα σχήματα τού λόγου, ως ένα παιχνίδι που παίζεται εμπρός στα μάτια του».
*
Η σύνδεση λοιπόν, στο διήγημα, τού ζεύγους Βεζούβιου-Νεάπολης με το ζεύγος αφηγητή-Μάσιγγας και εν συνεχεία με το ζεύγος συγγραφέα-αναγνώστριας συνιστά κατασκευή μεταφορών, με βάση τον ορισμό του Αριστοτέλη, «κατά το ανάλογον».
Το ότι, όταν κλείσει ο κύκλος, ο διάλογος επιστρέφει στη σχέση Νεάπολης-Βεζούβιου σημαίνει ότι ο ένας κύκλος που έκλεισε άνοιξε έναν άλλον κι όχι ότι βρέθηκε ένα σημείο θέασης τού παιχνιδιού.
Αυτό άλλωστε δηλώνει το κείμενο όταν διά στόματος Μάσιγγας λέει «ήτον ποίημα εκ του προχείρου, αλλά ποίημα που δεν επέτυχε... Ένα άλλο! Κάμε ένα άλλο...». Και πάλι με τρόπο αυτοαναφορικό, επειδή ο αφηγητής δεν κάνει άλλο, η Μάσιγγα τού απαγγέλλει ένα από τα ξεχασμένα δικά του, από τα ποιήματα τής λήθης, ένα από αυτά που μοίραζε στο παρελθόν ο αφηγητής «ωσάν κόλλυβα εις όλας τας κυρίας».
'Ολες οι έξοδοι είναι έξοδοι ποιητικές, άρα είσοδοι: προεξαγγελίες της επόμενης σκηνής, ξεγλιστρήματα, «για την ώρα...». Όπως η θάλασσα από την μια μεριά κι η Μάσιγγα από την άλλη, που καθορίζουν την κίνηση· η «μίμηση φύσεως» και η «ποίησις», που καθορίζουν το λόγο· ο νατουραλισμός και ο ρομαντισμός, που καθορίζουν το είδος· ο αναφορικός κι ο μεταφορικός άξονας του κειμένου.
*
Τέλος υπάρχει; Τελική έξοδος των χαρακτήρων; Υπάρχει, ως η καταληκτική φράση, ως η οριστική και αμετάκλητη απόφαση και ως κάτι επιπλέον: «...και απεφάσισα στερεώς και αμετακλήτως και δεν επήγα εις Καλκούτταν».
Το μεταβατικό ρήμα «αποφασίζω» χάνει το απαρέμφατο -την υποτακτική του πρόταση, στα νέα ελληνικά- που είναι το απαραίτητο αντικείμενο. Ο αφηγητής δεν «απεφάσισε να μην πάει...», αλλά «απεφάσισε... και δεν επήγε...».
Στο διήγημα τού Βιζυηνού μαθαίνουμε «τί συνέβη στο μέλλον», αν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το σχήμα τού λόγου. Ο συγγραφέας προβάλλει το διήγημά του στο παρόν κάθε μελλοντικής ανάγνωσής του και απευθύνεται στον κάθε μελλοντικό αναγνώστη, ως συγγραφέας πλέον και όχι ως αφηγητής. Το τέλος του διηγήματος είναι και το τέλος της μεταφοράς αλλά, ταυτόχρονα, και το τέλος κάθε δυνατότητας μεταφοράς.
Ένα ρήμα κινήσεως σημαντικόν, το ρήμα «πηγαίνω», στον αόριστό του και με το αρνητικό μόριο «δεν», δηλώνει το τέλος της κίνησης, το τέλος της μεταφοράς και το τέλος, το αμετάκλητο τέλος. Το τέλος αυτής της ανάγνωσης δηλώνει ο αδιόρθωτος αναγνώστης, και άρα την αρχή της επομένης, τη δυνατότητα μιας επιγενέστερης: την αρχή μιας άλλης ιστορίας.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός. Μεταξύ φαντασίας και μνήμης (έκδ, Εστία, Αθήνα 1994, σσ. 68-70). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 51).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου