Το έγκλειστον γράμμα να το δώσετε
εις την επιγραφομένην.*
[...] Παντού εισχωρώντας η αμφιβολία κατέστρεφε ό,τι αγωνιζόμουν να οικοδομήσω με τη σκέψη. Ιδού πώς τιμωρούνται όσοι δεν είναι καλοί, συνεπέρανα. Δε φέρθηκα καλά σε ένα γέρο το πρωΐ. Δεν τον εξυπηρέτησα. Σιχάθηκα δίνοντάς του το χέρι. Ήταν γεμάτος σπυριά. Μια ελκώδης πληγή, στο στήθος του, έβγανε πύο. Δεν άκουγε καλά ό,τι τού έλεγες. Δεν καταλάβαινε. Έλεγε τα δικά του. Σημαδιακός. Τα δυό μεσιανά δάχτυλα του αριστερού χεριού κολλημένα. Με κοίταζε μ' αγάπη. Μού πρόσφερε κάποιο γλυκό, που σιχάθηκα να γευτώ. Δεν το πέταξα μπροστά του, βέβαια. Ίσως και να μαλάκωσε ευγενικά κάποια στιγμή η φωνή μου, καθώς έκαμα γεμάτος φόβο τη σκέψη πως ίσως, ποιός ξέρει, μπορούσε να ήταν ο Κύριος. Ο τρόπος πάντως δεν ήταν αυτός που χρειαζόταν. Με τη σιχαμάρα μου πρόσβαλα μιαν ύπαρξη. Σωστά λοιπόν τυραννιόμουν. Με απόφαση είπα λοιπόν ότι δε σιχαίνομαι πια και δε φοβούμαι. Ας περάσουν όλα τα πλάσματα από πάνω μου. Είναι του Θεού. Δεν μπορούν να με βλάψουν. Δε φοβούμαι. Τότε κοιμήθηκα ήσυχα.
Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, «Κατσαρίδες», από τη συλλογή Συνοδεία.
-----
* Στο motto φρασούλα του μεγΑλέξανδρου από επιστολή του προς τον ιερέα πατέρα του, την 21η Μαρτίου 1874, εν Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλληλογραφία (έκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σ. 35).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου