Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

ο γάμος ως θεσμός δικαίου


τοις γαμούσι και ταις γαμουμέναις
μετά γνώμης του επισκόπου
την ένωσιν ποιείσθαι, ίνα ο γάμος
ή κατά Κύριον και μη κατ' επιθυμίαν.
Πάντα εις τιμήν Θεού γινέσθω.*

Ως θεσμός δικαίου ο γάμος βασίζεται εις το ρωμαϊκόν δίκαιον, το οποίον αναμφιβόλως όχι μόνον επηρέασε τους μεταγενεστέρους βυζαντινούς νομοκάνονας, αλλά κατά μέγα μέρος διεμόρφωσε και την χριστιανικήν νομοθεσίαν του γάμου. Ο διπλούς ούτος χαρακτήρ του χριστιανικού τούτου θεσμού εδείκνυε την σαφή στάσιν της Εκκλησίας έναντι του γάμου.

Την Εκκλησίαν ενδιέφερεν η σωτηρία του ανθρώπου και, κατά συνέπειαν, ο έγγαμος βίος, ως ένας από τους δρόμους προς την Βασιλείαν του Θεού, ως τοιούτος και μόνον, ήτο αντικείμενον εκκλησιαστικού στοχασμού. Τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία εμμέσως δεν αφορούσαν την Εκκλησίαν, ίσχυον διά τους χριστιανούς ως και διά τους υπολοίπους πολίτας της αυτοκρατορίας.

[σημ. 211: Προφανώς διά τους χριστιανούς της εποχής εκείνης ίσχυσαν εξίσου και ο πολιτικός και ο εκκλησιαστικός γάμος.

Τον πολιτικόν αφορούσαν τα θέματα των κοινωνικών κανονισμών· «ήν ο κανονισμός των δικαιωμάτων των τέκνων και των συνεπειών του γάμου ως προς την περιουσίαν»,

ενώ ο εκκλησιαστικός διά τους χριστιανούς ήτο εξαιρετικής σημασίας, «συναπαιτούσε χριστιανική υπευθυνότητα και χριστιανικό βίωμα» (J. Meyendorff)].

Επομένως ο γάμος, ο οποίος εικονίζει τον δεσμόν του Χριστού μετά της Εκκλησίας (Εφεσίους, ε΄ 32), είναι ιερόν μυστήριον, και διά τούτο η Εκκλησία έχει ενεργόν ρόλον εις την πραγματοποίησιν αυτού.

[...]

Η αναγνώρισις της χριστιανικής θρησκείας ως επισήμου θρησκείας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είχε δραστικάς επιπτώσεις εις την περαιτέρω εξέλιξιν της ιερολογίας του γάμου, ιδιαιτέρως μετά τον ένατον αιώνα (893 μ.Χ.), όταν ο Λέων ο Σοφός διά της πθ΄ Νεαράς ανεγνώριζε ως αποκλειστικώς νόμιμον τον εκκλησιαστικόν γάμον, ο οποίος ετελείτο διά της ειδικής ιερολογίας. Ο κανών ούτος, όμως, ίσχυσε μόνον διά τους ελευθέρους, ενώ οι δούλοι συνέχιζον να συνάπτουν γάμον άνευ ιερολογίας, «διότι οι τούτων κύριοι υπελάμβανον ότι η του γάμου ευλογία συνεπήγετο και την ελευθερίαν αυτών».

Ενταύθα πλέον ο όρος «ιερολογία» αποτελεί έν νέον φαινόμενον, το οποίον αφορά μόνον τους ελευθέρους. Το ότι οι δούλοι συνέχιζον να συνάπτουν γάμον άνευ ιερολογίας τούτο δεν εσήμαινε ότι έμενον εκτός του ενδιαφέροντος της Εκκλησίας. Το έτος 1092, ο αυτοκράτωρ Αλέξιος ο Κομνηνός επεξέτεινε το «προνόμιον» τούτο και εις τους δούλους, οι οποίοι ενυμφεύοντο κατά την αρχαίαν πράξιν της Εκκλησίας.

Νέναντ Μιλόσεβιτς, Η θεία Ευχαριστία ως κέντρον της θείας λατρείας. Η σύνδεσις των μυστηρίων μετά της θείας Ευχαριστίας (έκδ. Π. Πουρναράς, Θεσ/νίκη 2001 σσ. 139-140, 148). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 142, καίτοι απόσπασμα εκ της Προς Πολύκαρπον επιστολής (5, 2) του αγίου Ιγνατίου).

Δεν υπάρχουν σχόλια: