[...] μετέβημεν εις την μονήν των Αγίων Αναργύρων, ένθα ετάφησαν τα πτώματα της περιφήμου Κυράς-Φροσύνης, και των συμπνιγεισών υπό του Αλή δεκαεπτά νεονύμφων συντρόφων της, άτινα τα κύματα απέρριψαν κατά την παραλίαν εκείνην. Γραίά τις νεωκόρος μάς έδειξεν, εις γωνίαν τινά του περιβόλου, τον αγνώριστον άλλως τάφον της ηρωΐδος Ιωαννίτιδος. Εις την θέαν του μέρους, ένθα ετάφη το πτώμα της, μ’ όλας τας μομφάς τας αποδιδομένας εις την αυτήν υπό τινων κακολόγων, μοί επήλθε κατά νουν το περί αυτής ειλικρινές των συμπολιτών της άσμα:
Για σταυρό δεν έχει χρεία,
γιατί εσταύρωσε τα χέρια·
είναι ήσυχη και κρύα
δεν την έφαγαν μαχαίρια.
Τα στήθια τα χιονάτα της γήλιος δεν θα μαυρίση.
Πλυμένα με τα κύματα και με τα δάκρυά της
ασπρότερα κι ολόλευκα θε να φανούν στην κρίση.
Το κύμα πλένει το κορμί, το δάκρυ την καρδιά της,
η βαρυστέναχτη ψυχή θα λάβη τη γιατριά της.
Οι στίχοι ούτοι, «εν οις η πνέουσα χριστιανική ευσέβεια φαίνεται αδιστάκτως αποδεχομένη, ότι διά του διπλού βαπτίσματος, του ύδατος και των δακρύων, καθαρά και άσπιλος έμελλεν ήδη η Ευφροσύνη να παρασταθή ενώπιον του υπερτάτου της ανθρωπότητος κριτού, καθ’ όσον εν μεν τη λίμνη, ώσπερ εν καινή κολυμβήθρα ηγιάσθη η σαρξ, διά δε του μύρου της μετανοίας το πνεύμα», καθ' ά βεβαιοί ο Λευκάδιος υμνητής της, έστωσαν ως επίγραμμα επί του αφανούς τάφου αυτής. [ ...]
Κώστας Κρυστάλλης, Η πανήγυρις της Μεταμορφώσεως εν Ιωαννίνοις [1890] (έκδ. Ι.Μ. Ελεούσης Νήσου, Ιωάννινα 1999, σσ. 51-52).