αωρί
Λεξικόν Σουΐδα:
άωρον απρεπές, άχαρι, άκαιρον. ένιοι δε αντί του ανοίκειον και ασύμφορον. και άωρος ο ωμός.
αωρώ το αλογώ.
αωρία αντί του ακαίρως και παρά τον δέοντα καιρόν. άωρα γαρ τα παρά τον καιρόν τρυγώμενα
αωρί των νυκτών εις ακατάλληλον ώραν, ακαίρως, σημαίνει δε και την σκοτίαν...
Λεξικόν Ιωάννου Ζωναρά:
άωρον άμορφον, απρεπές, ανοίκειον, ασύμφορον
άωρες οι γυναίκες
αωρί ακαίρως, άκαιρα
αωρία σκοτάδι, μεσονύκτιο
αωρόλειος ο φαλακρός
Λεξικόν Σταματάκου:
άωρον (α + ώρα) ο παρά την ώραν, ο μη εις τον καιρόν του.
ανώριμος, πρώϊμος, άγουρος, αγίνωτος, παραμορφωμένος, άσχημος.
Λεξικόν Etymologicon Magnum:
αώροι πόδες (μ΄ Οδυσσείας) λεπτοί και ασθενείς / δυσόρμητοι. ου γαρ χράται αυτοίς εις πορείαν.
νυκτός άωρος (ώρος γαρ ο ύπνος)
Σαπφώ. οφθαλμοίς δε μέλαις
ώρα γαρ η φροντίς
άωρος σκότος (ώρα γαρ το φώς)
ώρα γαρ η φυλακή
άωρον γαρ το ωμόν, άγριον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου