Θ' ανασήκωνες τότε το μαστό με το χέρι
και θα πρόσφερνες γύρω τη θηλή με το φώς,
να ταγίσεις τα βρέφη, που αντί δάχτυλα αγγέλων
λίβες πυρηνικοί τούς θωπεύουν τα πρόσωπα.*
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ: [...] Σακατέψανε τα φυτώρια των νέων σου γενεών, παρατείνοντας το μαρτύριο του Κούρου-Ιησού, απάνω στον κατακλιμένο σταυρό του εδάφους σου.
[...]
Α΄ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Και τα σφυρίγματα των βοσκών σου, ήταν συνθήματα των προγόνων στους απογόνους τους.
[...]
Και φίλευαν ο ένας τον άλλο τους, ψωμί και αλάτι, βγαλμένο απ' τις αλυκές που σχημάτιζε ο λαός με το δάκρυ του.
Β΄ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Και τα δισκοπότηρα που μεταλαβαίναν, αντί κρασί είχαν μέσα τους πόνο του Έθνους.
[...]
Ο ΧΟΡΟΣ: Μ' αυτά, στητά κατακόρυφα
παλεύα ενώ κρεμόταν
σαν Άγιο Πνεύμα η αστραπή
οάνω στην κεφαλή τους...
[...]
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Ο Δικαίος λησμόνησε το ψωμί, το κρασί και τον έρωτα.
Τον βρήκαν τα βόλια και χόρτασε θάνατο.
Κι άλλοι λένε πως πιάστηκε στον χορό των Αγίων κι ότι ανέβηκε εκεί που δεν ακούγονται τουφεκιές.
Άλλοι πάλι πως όχι, αλλά πως «με το καριοφυλάκι του σαν κόρη αγκαλιασμένο», διπλώθηκε με τη γής, ν' ακούει το θυμάρι της.
Γιατί εκεί όπου ο ήλιος χαμηλώνει πολύ τις ωσάν φοινικόκλαδα αχτίνες του, ο θάνατος διακρίνεται δύσκολα.
Α΄ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Κ' είναι γι' αυτό που οι Έλληνες, ζητούσαν να τούς αφήνουνε παραθύρια στα μνήματά τους.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (έκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2012 (ε΄), σσ. 20, 22, 23, 24, 32). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 41), όπου μιλάει και πάλι ο Γέροντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου