Η τραγική τέχνη που αποφεύγει να θέτει επί σκηνής παρόμοιες πράξεις, εδώ παραβαίνει με τον Ευριπίδη τις αρχές της. Η Jacqueline de Romilly σχολιάζει ως εξής τον συγγραφέα:
Αλλά ο άνθρωπος που επανέφερε στη σκηνή το διαμελισμένο πτώμα του μικρού Αστυάνακτα [στις Τρωάδες] και, στο τέλος των Βακχών, έδειχνε την Αγαύη πολύ περήφανη που κρατούσε στα χέρια της το κομμένο κεφάλι του ίδιου της του γιού δεν υποχωρούσε προφανώς μπροστά σε τέτοιες βιαιότητες: αντίθετα τις επιζητούσε.
Και αλλού θα χαρακτηρίσει τον Ευριπίδη «συγγραφέα των παρεκκλίσεων [...] με πολλούς τρόπους».
Πρόκειται για τη στροφή και συνάμα για το τέλος των τραγικών ποιητών. Η βία εισβάλλει στη σκηνή. Ο Ευριπίδης γράφει προς το τέλος της ζωής του, και μακριά από την Αθήνα, το τελευταίο έργο του. Με την κίνηση αυτή καταφεύγει βαθιά πίσω στις αρχές, στην προϊστορία, σε ό,τι εμείς στις μέρες μας ονομάζουμε, συνήθως, αρχαϊκό. Εκεί όπου στο θεμέλιο βρίσκονται θαμμένες οι ρίζες του ανθρώπινου σε αυτό που το υπερβαίνει: μεταξύ άλλων: το ζώο και το θεό.
Στη συνέχεια, με τη βοήθεια του πατέρα της, η Αγαύη θα βγεί από τη σύγχυση και θα αναγνωρίσει στο κεφάλι του λιονταριού τα χαρακτηριστικά του γιού της και μαζί με αυτό τη θεϊκή υπόσταση του Διονύσου, την οποία αρνιόταν[;] και θύμα της οποίας έπεσε. Σε μια κίνηση πένθους θα διαχωρίσει όλα όσα ώς τότε υπήρξαν σε σύγχυση: το ζώο, ο άνθρωπος, ο θεός.
Θ. Χατζόπουλος, “Το θήλυ ως αντικείμενο προς διαστροφή. Η Αγαύη ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Πενθέα”, στον τόμο: Το θήλυ και οι ανατρεπτικές όψεις του στην ελληνική αρχαιότητα. Πρακτικά Συνεδρίου (μτφρ. Σ. Λεωνίδη, έκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 2018, σσ. 133-134).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου