«Έτους αχπη΄ Μαρτίω. Ιδών ο κυρ Κανέλος Καράκαλλος τον φοβερόν θάνατον της πικροτάτης πανούκλας επικαλέσθηκεν την υπέραγνον Θεοτόκον του μοναστηρίου των Αιμυαλών, ίνα βοηθήση αυτόν της πικροτάτης αυτής ασθενείας και αφιέρωσεν εις το αυτό μοναστήριον τα χωράφια, όπου είχεν».
Ι. Γιανναρόπουλος, «Ποικίλα σημειώματα εκ Γορτυνιακών κτητορικών κωδίκων», Γορτυνιακά (1 (1972), σ. 234).
*
«Και πολλοί τινες από τους ιερείς και από τους κοσμικούς ενήστευσαν τριήμερα και ευχέλαια έψαλλαν και ελεημοσύνη έδωσαν εις φυλακήν, εις χήρες, εις αστενείς, εις αδυνάτους, εις στενοχωρημένους και εις επτωχούς, και εξεμολογήθηκαν και σαρανταλείτουργα έκαμαν και άλλα πολλά καλά έκαμαν κρυφά δια να γένη ίλεως ο πανάγαθος Θεός εις το πλάσμα του».
Παπασυναδινός, «Το χρονικόν των Σερρών» (σ. 122/86r).
*
«και πολλοί εκ του τοιούτου βελτίους την ψυχήν εγένοντο σωφρονισθέντες, ου μόνον οι τελευτήσαντες, αλλά και όσοι περιεγένοντο της νόσου· πάσης γαρ απέσχοντο κακίας εν τω τότε χρόνω και αρετής επεμελούντο· και πολλοί τα όντα πένησι διένειμον και πριν την νόσον εις αυτούς εγκατασκήψαι. ει δέ ποτε και αίσθοιντο αυτούς κατεχομένους, ουδείς ήν ούτως αναλγήτως έχων, ώστε μη μετάνοιαν ενδείξασθαι των πεπλημμελημένων και προς τα εκεί δικαιωτήρια μη πρόφασίν τινα παρασχείν του σωθήσεσθαι υπό θεού, ει μή πάνυ ανιάτως είχε και αθεραπεύτως την ψυχήν».
Ιω. Καντακουζηνός, Ιστοριών βιβλία Δ΄ (τόμ. ΙΙΙ).
*
«αλλά και όσοι πράγμασι τα πρότερα παριστάμενοι αισχροίς τε και πονηροίς έχαιρον, οίδε την εις την δίαιταν αποσεισάμενοι παρανομίαν την ευσέβειαν ακριβώς ήσκουν, ου την σωφροσύνην μεταμαθόντες ουδέ της αρετής ερασταί τινες εκ του αιφνιδίου γεγενημένοι· επεί τοις ανθρώποις όσα εμπέπηγε φύσει ή χρόνου μακρού διδασκαλία ράστα δη ούτω μεταβάλλεσθαι αδύνατά εστιν, ότι μή θείου τινός αγαθού επιπνεύσαντος· αλλά τότε ως ειπείν άπαντες καταπεπληγμένοι μεν τοις ξυμπίπτουσι, τεθνήξεσθαι δε αυτίκα δη μάλα οιόμενοι, ανάγκη, ως το εικός, πάση την επιείκειαν επί καιρού μετεμάνθανον. ταύτα τοι, επειδή τάχιστα της νόσου απαλλαγέντες εσώθησαν εν τε τω ασφαλεί γεγενήσθαι ήδη υπετόπασαν, άτε του κακού επ' άλλους ανθρώπων τινάς κεχωρηκότος, αγχίστροφον αύθις της γνώμης την μεταβολήν επί τα χείρω πεποιημένοι, μάλλον ή πρότερον την των επιτηδευμάτων ατοπίαν ενδείκνυνται, σφας αυτούς μάλιστα τη τε πονηρία και τη άλλη παρανομία νενικηκότες».
Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, ΙΙ.
*
«και τ' ακριβά σας τα κορμιά 'ς τα τράνα τα φορτόνουν,
εις κάμπους έξω σκοτεινά, εκείσε να τα χώνουν
δίχα μεγάλαις ψαλμουδιαίς, διχώς αλληλουιάρια
νά 'ρχουνται να τα βάλλουσιν επάνω 'ς τα μουλάρια,
οι μανιόρδοι με χαραίς τα σώματα να παίρνουν,
και άλλοι να τα θάπτουσιν και κείνοι να διαγέρνουν».
Εμμ. Γεωργιλλάς, Το θανατικό της Ρόδου.
*
«η δε βίζιτα [του γιατρού], η οποία ήτον μάλλον μία απλή φορμαλιτά, συνίστατο εις το να δηλώση έκαστος εκ στόματος ότι είναι καλά, να κτυπήση τας μασχάλας των χειρών του και των μηρών του, και να πηδήση, εις σημείον του ότι δεν έχει τι πρήξιμον».
Κορδικάς, Εφημερίδες.
*
Οι κάτοικοι ενός χωριού της Κέρκυρας μάλιστα, του Μαραθιά, από το οποίο εθεωρείτο ότι ξεκίνησε η επιδημία θα υποχρεωθούν να το εγκαταλείψουν και ακολούθως οι αγγλικές αρχές θα το κάψουν. Οι ίδιες αρχές εξάλλου, προκειμένου να επιτύχουν την απολύμανση των σπιτιών των πανωλόβλητων σε άλλα χωριά του νησιού και μπροστά στην απροθυμία των ντόπιων να αναλάβουν αυτά τα καθήκοντα, θα φέρουν βαρυποινίτες από τη Μάλτα, με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή τους. Από τους 64 καταδίκους, μόνο δεκατέσσερις θα χαρούν την απροσδόκητη ελευθερία τους.
*
[…] οι οθωμανικές αρχές θα βρεθούν υποχρεωμένες, μετά την επιδημία του 1577-78 στη Θεσσαλονίκη, να αναθεωρήσουν τις φορολογικές επιβαρύνσεις της εβραϊκής κοινότητας, οι οποίες καταβάλλονταν σε τσόχα με προορισμό τους γενιτσάρους.
[…] Πέρα από τις δικαιολογίες όμως, πέρα από την αποδιοργάνωση της επίσημης, τουλάχιστον, οικονομίας, οι οικονομικές δραστηριότητες των πόλεων δεν παύουν, καθώς πάντοτε βρίσκονται πρόσωπα ή ακόμη και ομάδες πρόθυμες να αναλάβουν τον κίνδυνο του θανάτου με κάποιο χρηματικό αντίκρισμα, που θα τούς επιτρέψει να αντιμετωπίσουν την επαύριο της επιδημίας από άλλη θέση, πολύ πιο ευνοϊκή, στις αρχές του 19ου αιώνα στη Σμύρνη, όταν ξεσπάει η πανώλη όλες οι επιχειρηματικές δραστηριότητες περιέχονται στα χέρια των Εβραίων της πόλης. Και βεβαίως οι αμοιβές που λαμβάνουν για τις υπηρεσίες που προσφέρουν δεν θα μπορούσαν να είναι οι συνηθισμένες.
Κώστας Π. Κωστής, Στον καιρό της πανώλης. Εικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος-19ος αιώνας (έκδ. ΠΕΚ, Ηράκλειο 1995, σσ. 224-226, 281, 277, 280, 242, 243).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου