Τα πρόσωπα τής Ιλιάδας είναι απλά, γεμάτα απηχήσεις και κινούνται σ' ένα γνήσιο φώς, ενώ ο ήρωας τής Οδύσσειας το αποφεύγει όπως τη φωτιά. Το τέλος τής ζωής του είναι πιο ποικίλο και πιο γοητευτικό από κείνο τού Αχιλλέα ή τού Έκτορα, ακριβώς γιατί οι πρώτες του περιπέτειες αφορούν περιοχή τής σκέψης και τής ανθρώπινης πείρας που όμοια δεν παρουσιάζουν οι χάλκινοι πολεμιστές οι οποίοι έδρασαν μπροστά στην Τροία.
Το λιγώτερο δυό φορές οι άνεμοι που ωθούν τον Οδυσσέα φυσούν από την Αραβία. Όταν συναντά την Ναυσικά φαίνεται να έρχεται ευθεία από τις χίλιες και μιά νύχτες. Ολόκληρο το επεισόδιο είναι αφήγηση για τις νεράϊδες τής ανατολής. [...]
Συνδέοντας με το θέμα τής συνάντησης τού ζητιάνου και τού καλίφη βρίσκουμε την αγάπη που γεννιέται από μια νέα κόρη για έναν άνθρωπο πολύ πιο ηλικιωμένο από κείνη. [...]
Πουθενά δε βρίσκουμε τίποτε που να θυμίζει τη δόλια φιλία, διασκεδαστική και βαθειά θηλυκή που συνδέει την Αθηνά με τον Οδυσσέα. Αυτό εδώ το άρωμα έρχεται από την Ανατολή.
*
Για τον Whitman «η άπειρη και προφανής μεταμόρφωση» που σημειώνει η διαφορά σύνθεσης ανάμεσα στα δυό επικά ποιήματα ανταποκρίνεται σε μια ταυτόσημη μεταμόρφωση στο ρυθμό τής ελληνικής κεραμεικής.
Στη διαφορετικού ρυθμού γεωμετρική κεραμεική, ο πρωτοαττικός ρυθμός είναι «ζωντανός, ανοιχτός και κάπως ανατολίζων». Η πρωτοαττική κεραμεική μεταχειρίζεται τα υποκείμενά της σαν μια σειρά ρευστών επεισοδίων, τρόπο που βρίσκουμε στην Οδύσσεια. Δε βρισκόμαστε πια στο συγκεντρωτικό και άκαμπτο κόσμο τής Ιλιάδας.
Πολλοί ειδικοί απέρριψαν ολοκληρωτικά τη θέση τού Whitman, αποδείχνοντας ότι η ποίηση και η κεραμεική δεν μπορεί να συγκριθούν. Αλλά μια παρατήρηση τού Whitman μένει εντυπωσιακή:
Η φυσική παρουσίαση των προσώπων τής Ιλιάδας είναι στυλιζαρισμένη· το χαρακτηριστικό επίθετο είναι πάντοτε τής ίδιας παρακαταθήκης των τελείων μορφών, έτσι ώστε οι γυναίκες είναι αμετάβλητα σχεδόν «λευκώλενες».
Στην Οδύσσεια εμφανίζονται χρώματα. Ο Οδυσσέας έχει χρώμα πολύ αμαυρό, και το δέρμα τής Πηνελόπης είναι σαν το γλυμμένο ελεφαντοστούν.
Την ίδια μεταμόρφωση βλέπουμε στην κεραμεική.
*
Ο T.E.Lawrence διακρίνει τον ποιητή τής Οδύσσειας «από τον μεγάλο αφηγητή τής Ιλιάδας, στερημένο αρκετά από κριτικό πνεύμα», και εικάζει ότι δεν ώφειλε να έχει πολύ ασκήσει την τέχνη των όπλων. [...] Παρατηρούμε την εικόνα που μάς παρουσιάζει η Ιλιάδα όταν την ατενίζουμε μέσα από την Οδύσσεια. [...] Πλησιάζουμε περισσότερο στη ραψωδία η τής Οδύσσειας όταν ο αοιδός Δημόδοκος δίπλα στον Οδυσσέα άγνωστο ψάλλει την πτώση τής Ακρόπολης τού Πριάμου.[...]
Για το ακροατήριο τού τυφλού αοιδού οι έριδες Αχιλλέα και Αγαμέμνονα σβήνουν. Αυτές δεν έχουν το σιωπηρό φωτοστέφανο τού μύθου. Για τον Οδυσσέα αντίθετα είναι ανυπόφορη επικαιρότητα. Καλύπτεται στον πορφυρένιο μανδύα του και κλαίει.
Η θέση του είναι αμφίρροπη όταν σύγχρονα βρίσκεται στο μέσα και το έξω τής διήγησης για την Τροία. Ακούγοντας να ψάλλωνται τα ίδια του τ' ανδραγαθήματα, ξέρει ότι έχει πια μπή στο βασίλειο των θρυλικών νεκρών. Αλλ' είναι και άνθρωπος ζωντανός και προσπαθεί να ξανακερδίσει την Ιθάκη.
Ανακαλεί στη μνήμη του τον πόλεμο τής Τροίας σαν μια τραγική ανάμνηση και με πνεύμα αποστροφής. Αυτό είναι το βασανιστικό στοιχείο. Υπάρχει στην Οδύσσεια κριτική των αρχαϊκών αξιών τής Ιλιάδας, που έχει γίνει στο δυνατό φώς κι από νέες ενοράσεις. Η κριτική αυτή γίνεται τραγικά σαφής στο βραχύ διάλογο Οδυσσέα και ψυχής τού Αχιλλέα [...].
Ο Αχιλλέας μεθυσμένος από τη δόξα τής Ιλιάδας δεν είχε ποτέ απαγγείλει τέτοιους λόγους, ούτε μπροστά και στο θάνατο.
George Steiner, Ο Όμηρος και οι καθηγητές (έκδ. Εκάτη, Αθήνα 2009 (1971), σσ. 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38).