Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

η πρακτική της πνευματικής νουθεσίας


[...] υπάρχει και μια άλλη πηγή για το μυστήριο της Εξομολόγησης, όπως το ξέρουμε σήμερα. Πρόκειται για την πρακτική της πνευματικής νουθεσίας, που συναντάται για πρώτη φορά στον αιγυπτιακό μοναχισμό του 4ου αιώνα, αν και χωρίς αμφιβολία η πρακτική αυτή ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Δεν γνωρίζουμε ωστόσο, πολλά γι' αυτήν μέχρι την ανάδυση του μοναχισμού.

Στην έρημο της Αιγύπτου, όπως μαθαίνουμε από το Γεροντικό και τα Αποφθέγματα, σημαντική δουλειά γινόταν με τη φανέρωση των λογισμών. Ο υποτακτικός θα πήγαινε ίσως καθημερινά στον πνευματικό του, για να τού ανοίξει την καρδιά του. Αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό από το σύστημα της δημόσιας εξομολόγησης.

Πριν από όλα, ακολουθεί ένα πρόγραμμα, δεν είναι μία έκτακτη διαδικασία. Σε πολλά μοναστικά κέντρα, κάτι τέτοιο συμβαίνει καθημερινά.

Δεύτερον, αποτελεί ιδιωτική υπόθεση και όχι δημόσια. Λαμβάνει χώρα σε κλίμα εχεμύθειας. Δεν εμπλέκει άμεσα την ιεραρχία της Εκκλησίας.

Ο πνευματικός πατέρας -στο μοναστικό περιβάλλον, ο γέροντας- θα μπορούσε να είναι και λαϊκός, όχι μόνο ιερέας.

Ο Μέγας Αντώνιος δεν υπήρξε ποτέ ιερέας, ωστόσο διαμόρφωσε με πολλούς τρόπους το πρότυπο τού μοναχού πνευματικού πατέρα. Ο Αθανάσιος τόν αποκαλεί ιατρό, ευλογία τού Θεού για ολάκερη την Αίγυπτο. Ο πνευματικός πατέρας τού αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου τού 11ου αιώνα, ο Συμεών ο Στουδίτης, ούτε εκείνος ήταν ιερέας. Ο άγιος Σιλουανός ο Αγιορείτης επίσης δεν ήταν ιερέας. Στον Άθω σήμερα εγκαταβιούν πολλοί πνευματικοί πατέρες που είναι μοναχοί.

Πράγματι η παροχή πνευματικής νουθεσίας μπορεί κάλλιστα να γίνει κι από έναν λαϊκό χριστιανό -άνδρα ή γυναίκα-, έναν άνθρωπο που δεν έχει δώσει μοναστικό όρκο, έστω κι αν κάτι τέτοιο είναι μάλλον σπάνιο.

*

Στην πρακτική αυτή της πνευματικής νουθεσίας, ο σκοπός είναι πολύ ευρύτερος από ό,τι στην επίσημη διαδικασία τής μετάνοιας στην Εκκλησία. Αυτό που εξομολογείσαι στον γέροντά σου δεν είναι απλά οι αμαρτίες σου, αλλά επίσης και οι έγνοιές σου. Δεν μιλάς απλά για εκείνα που έχεις κάνει λάθος, αλλά μοιράζεσαι μαζί του όλο το είναι σου, την κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι.

Η ελπίδα είναι ότι, αποκαλύπτοντας τις σκέψεις σου στον γέροντά σου, στην πραγματικότητα αποφεύγεις να διαπράξεις αμαρτία. Με άλλα λόγια, η μετάνοια λειτουργεί προληπτικά, μαζεύοντας και πάλι τα κομμάτια σου μετά την κατάρρευση. Αλλά με τη χρήση της πνευματικής νουθεσίας, ελπίζεις ότι τελικά θα μπορέσεις να αποφύγεις την ίδια [την] κατάρρευση.

*

[...] Κάποτε, πήγε κάποιος να [...] εξομολογηθεί, λέγοντας στον αρχιεπίσκοπο Ιωάννη: «Ναι, καταλαβαίνω ότι αμάρτησα. Με το μυαλό μου, εκτιμώ πως ό,τι έχω κάνει είναι λάθος, αλλά η καρδιά μου είναι σαν πέτρα -δεν αισθάνομαι θλίψη, ή τύψεις». Η εξομολόγηση έγινε αμέσως πριν από τη θεία Λειτουργία, ενώ ο ναός ήταν ήδη γεμάτος από πιστούς. Ο αρχιεπίσκοπος Ιωάννης είπε στον άνδρα: «Πήγαινε στο κέντρο του ναού, γονάτισε ενώπιον όλων αυτών των ανθρώπων και ζήτησέ τους συγχώρηση, και μετά έλα πάλι σε μένα».

Έτσι κι έγινε. Κι όταν ήταν γονατιστός ενώπιον του κόσμου ζητώντας συγχώρηση, μια απότομη αλλαγή συνέβη μέσα του. Ξαφνικά, η σκληρότητα της καρδιάς του εξαφανίστηκε. Ξαφνικά, ό,τι εμπόδιζε τα δάκρυα των τύψεών του εξέλιπε και τώρα πλέον μπορούσε να κλάψει για τις αμαρτίες του, για να λάβει στο τέλος άφεση.

Αυτό αναδεικνύει τη σημασία του ιερέα ως εκπροσώπου της κοινότητας. Χρειάζεται να ζητήσουμε συγχώρηση κι από τους αδελφούς μας.

Κάλλιστος Ware (Γουέαρ), Η ειρήνη του Θεού. Τα μυστήρια ως τρόπος θεραπείας (μτφρ. Νικ. Ασπρούλης, έκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2022, σσ. 49-51, 68-69).

Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

αναφορικά με τη συγγραφή... ευλόγως η χαρά


[...] πενήντα χρόνια ξεριζωμένη,
έχοντας βιώσει όλα τα δεινά τής νεότερης ιστορίας
αλλά και τής προσωπικής της ζωής χάνοντας όλους τούς αγαπημένους της,
νιώθει υπέρτατη χαρά, ευδαιμονία,
όταν λίγο πριν το τελευταίο τής αιωνιότητας το ταξίδι,
συναντά στο πρόσωπο τού Κυρίου
τον από βρέφος νεκρό γιό της.*

[...] αναφορικά με τη συγγραφή, μόνη η θέαση υπάρξεως και πραγματικότητας και η αναπαράστασή τους δεν επαρκεί, βεβαίως, ούτε για να δικαιώσει τον συγγραφέα. Πολλώ μάλλον αν η αναπαράσταση αφορά στη φρίκη χωρίς να συνοδεύεται από συμ-πάθεια, τρυφερότητα κυρίως όμως αν δεν ωθεί στην υπέρβαση, εν τέλει στη χαρά:

«[...] Αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα; Να αναπαριστάνει το ανελέητο; Να συμπαρίσταται στην κάθε λογής φρίκη; Πρόκειται για ρεαλισμό ή για αναπαράσταση της ανημπόριας; Ο συγγραφέας σηκώνει τα χέρια ψηλά και σκορπώντας ρίγη τρόμου με τις φράσεις και τις εικόνες του δηλώνει, εξ ονόματος και πολλών άλλων, απαθής σαν τον Πιλάτο: "Ήμουνα μάρτυρας, τα είδα όλα αυτά, αλλά δεν έχω καμία σχέση". [...]» [«Η θάλασσα τής Αράλης», Εξόριστες φωνές, σελ. 65].

Η Κεσμέτη φαίνεται να υιοθετεί την άποψη τού Χέρμαν Έσσε για την αποστολή των ποιητών (κατ' επέκταση και των συγγραφέων, γενικότερα, θα συμπληρώσω) να είναι υπηρέτες, ιππότες και συνήγοροι της ψυχής.

Όπως και το συνακόλουθο χρέος τους, χωρίς να εξωραΐζουν την πραγματικότητα, χωρίς να αποκρύπτουν τούς κινδύνους που απειλούν την ψυχή τής ανθρωπότητας, να διατυπώνουν ευθαρσώς την πίστη τους στην αθανασία της [Ερωτήματα σε ανάλγητους καιρούς, σελ. 69-70].

Αν όμως ο ποιητής (και ο συγγραφέας) οφείλει να μην εξωραΐζει την πραγματικότητα, οφείλει επίσης να μην βυθίζεται αδρανής στον πόνο, μεμψιμοιρώντας και κλαυθμυρίζοντας· όπως χαρακτηριστικά ψιθυρίζει η σιωπή, η ευλογημένη ησυχία [...].

*

[...] ο συγγραφέας για την Κεσμέτη θα πρέπει να απαλλαγεί από κάθε ιδεατή, κατασκευασμένη -για τον εαυτό του- εικόνα, από την ανάγκη να αποδεικνύει διαρκώς ότι είναι κάτι καλύτερο, σπουδαιότερο, και να αποδεχθεί τον εαυτό του ως έχει.

Η αποδοχή τού εαυτού αποτελεί, γενικότερα, αναγκαία προϋπόθεση για να αισθανθεί ο άνθρωπος την εσώτερη χαρά, αυτή που θα τού επιτρέψει εξάλλου την εν αληθεία κοινωνία με τους άλλους, τον Θεό, το σύμπαν.

Και το αίτημα τής ενότητας, όμως, μέσα από την πολλαπλότητα,
στο οποίο διαρκώς επανέρχεται η Κεσμέτη,
δεν απηχούν σε κάποιο βαθμό τις απόψεις τού Πλωτίνου;
[...]
Ο Ιερώνυμος, ειδικότερα, κεντρική «μορφή»
στο διήγημα «Ζήτημα ζωής και θανάτου», [...]
Γίνεται ο ίδιος οδηγός στα έγκατα, τις ρίζες τής ύπαρξης,
όπου η γνήσια χαρά, η ευτυχία.
Σ' αυτή τη μυσταγωγία, παρόν και το ερωτικό στοιχείο,
υπό την Πλατωνική μάλλον, παρά την Νεοπλατωνική οπτική.*


Χριστίνα Καραντώνη, Νατάσα Κεσμέτη: Ευλόγως η χαρά (έκδ. Κουκκίδα, Αθήνα 2022, σσ. 18, 19). - Το αρχικό motto εκ της ιδίας (ό.π., σ. 26, ένθα αναφορά στο διήγημα «Ο Κύριος των Ουρανών» από την πρώτη συλλογή διηγημάτων της Τα 7 τής Άρκτου, σελ. 79-86) και το ακροτελεύτειο ωσαύτως (ό.π., σ. 27).

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

η εκλογή της κατάλληλης λέξης


«Η Ποίηση προσφέρει έτοιμη την εξαγγελία στον φορέα της εκτός από την τελευταία προαίρεση. Το σχέδιο, το περιεχόμενο, το νόημα των στίχων, είναι όλα δοσμένα. Η μόνη ελευθερία του ποιητή -που δημιουργεί και τις προϋποθέσεις τής ευθύνης του- είναι η τελική επιλογή: η εκλογή της κατάλληλης λέξης, από τις τόσες που είναι ικανές να εκφράσουν ένα δεδομένο νόημα, και ο φορτισμός της με την ανάλογη συναισθηματική ένταση που θα δημιουργήσει την πραγματική της υπόσταση.

Η Ποίηση αδιαφορεί για τις προσωπικές πεποιθήσεις τού φορέα της· αδιαφορεί για τις εκφραστικές του ικανότητες.

Σπουδαιότατες εξαγγελίες κατάντησαν ανυπόφορα αναγνώσματα στα χέρια ανίκανων ποιητών· ασήμαντες αναγγελίες συναρπαστικά βιβλία, που διαβάζονται ασυλλόγιστα από εκατομμύρια ανθρώπους.

Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ενδιαφέρεται για την τύχη τους.

Η Ποίηση προχωρεί και τίποτε δεν μπορεί να τη σταματήσει. Η δικαίωση των ανθρώπων εξαρτάται από αυτούς τούς ίδιους με την πιστή εκτέλεση των εξαγγελιών που τούς παραχωρεί».

*

Όμως ο Γιατράς δεν κατηγορούσε τον Έλιοτ για ποιητική ανικανότητα (το «Ερωτικό τραγούδι τoυ Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ» ήταν αρκετό για να τού διαλύσει κάθε τέτοια υποψία).

Τον κατηγορούσε για κάτι φοβερό. Τον κατηγορούσε για εσκεμμένη αποτυχία.

Η διαδικασία των συλλογισμών του ήταν κατά βάθος απλή: Ο Έλιοτ διαστρέβλωσε το νόημα της Έρημης Χώρας για την εξυπηρέτηση σκοπών αλλότριων προς την Ποίηση.

Από μεγαλειώδη εξαγγελία του θριάμβου της Ιστορίας την παραποίησε σε μια σειρά υστερικών χρησμολογιών, που επέβαλλαν την προσωπική του ηττοπάθεια σαν μιάν απρόσωπη και αντικειμενική απεικόνιση της πραγματικότητας.

Αυτός που δεν έπαυε να διακηρύττει πως η πρόοδος τού καλλιτέχνη είναι «μια διαρκής αυτοθυσία, μια διαρκής απόσβεση της προσωπικότητας», εργάστηκε όσο κανείς άλλος για την αποθέωση ενός άκρατου υποκειμενισμού.

Ο σκοπός του ήταν φανερός: από την μιά ν' αποτρέψει το λαό να επικοινωνήσει με το μήνυμα τής Ποίησης -δίνοντας ένα έργο σκοτεινό και δυσπρόσιτο- και από την άλλη να ενθαρρύνει την αυταρέσκεια σε μιά φούχτα διανοουμένων πως μόνο αυτοί έχουν απομείνει θεματοφύλακες ενός πολιτισμού, που βεβηλώνεται από τις ορδές των σύγχρονων βαρβάρων.

Το ότι οι άνθρωποι που μπορούν ν' αποκρυπτογραφήσουν τούς στίχους του είναι τόσο λίγοι, είναι αποτέλεσμα της πολιτιστικής κατάστασης που δημιουργεί το ίδιο το ποίημα και όχι εκείνης που υποτίθεται πως απεικονίζει.

Γράφοντας την Έρημη Χώρα, λέει ο Γιατράς, ο Έλιοτ έφτασε σ' ένα απροσδόκητο αδιέξοδο. Με το ποίημα αποφάσισε ν' αναπαραστήσει την πνευματική ερημία και τη στειρότητα των καιρών μας σε αντίθεση με το Μεσαίωνα, όπου η ιεραρχικά διαρθρωμένη κοινωνία και ο ανάλογος πολιτισμός της ύψωσαν μιάν υπέροχη μεταφυσική κλίμακα ώς τον ουρανό.

*

«Είναι αλήθεια πως ο ηθικός πολιτισμός πηγάζει από την εσώτερη ζωή της ψυχής, πως στη δημιουργία του λίγο συντελούν οι εξωτερικές επινοήσεις. Άλλο τόσο αλήθεια όμως είναι πως ουσία τής ανθρώπινης ψυχής είναι η ελευθερία τού ατόμου και η συνείδηση αυτής της ελευθερίας.

Ο άνθρωπος είναι ον δημιουργικό και αυτοτελειούμενο. Αν οι εξωτερικές αισθήσεις, και συνεπώς οι εμπειρίες του, είναι περιορισμένες στο δικό τους κύκλο, αν ο ατομικός χώρος είναι κλειστός και απρόσιτος για τον άλλο, τότε πώς κατορθώνει να επιβιώνει πνευματικά και να δημιουργεί;

Ένας τέτοιος ισχυρισμός μού φαίνεται διανοητική διαστροφή».

Νάσος Βαγενάς, «Πάτροκλος Γιατράς, ή Οι ελληνικές μεταφράσεις της Έρημης Χώρας», εν Ηλίας Λάγιος, Η έρημη γή (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 1996, σ. 64: λογάκια φερόμενα μεν υπό Πατρόκλου Γιατρά, και σσ. 65-66, ενώ σ. 71: πάλι λογάκια φερόμενα μεν υπό Πατρόκλου Γιατρά).

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2025

σχεδόν ολονυχτίς, ή άλλως· όταν στην ύπαρξη αφήνεται το παλικάρι


Ήταν ωραία στα βουνά, θα σ' άρεζε.
Η νάρκη μου κουφή, σχεδόν ολονυχτίς,
μα κάθε μέρα παίρνω «Εστία».*

Την ανάσταση των νεκρών, και τη δόξα τους
ν' αντιλαλεί την οικουμένη.**

Ανύπαρκτη Χώρα, [60]
Μέσα στην γκρίζα πραγματικότητα μιας γεναριάτικης χαραυγής,
Παραίσθηση από ταφόπλακες σοβιέτ, τόσοι πολλοί,
Δεν τό 'χα συνειδητοποιήσει πως έπρεπε να ξεκάνουμε τόσους πολλούς.
Γόοι επικοί για πάθια λυρικά,
Και κάρφωνες στου Παρθενώνα την ποδιά υγρά τα μάτια σου, θυμόσουν,
Κινούσαμε απ' τον Άγνωστο και φτάναμε στου Παπασπύρου·
Εκεί που λιάζονται οι ζιγκολό, απαντώντας
Με ήχο νεκρό στο στερνό κάλεσμα της οφειλής.
Εκεί είδα έναν που κάποτε περίσσια αγάπησα, και τον σταμάτησα ουρλιάζοντας: «Καργιόλη!
Συ που ήσουνα μαζί μου στο Twin, την ντισκοτέκ των Σπετσών! [70]
Το λείψανο που φύτρωσε είδωλο στον κήπο σου,
Είναι ομοαίματο αδέλφι σου; Πες μου, το πηδάς;
Ή μήπως τ' αφάνισε το φαρμάκι της αλήθειας;
Ώ, κράτα μακριά το Πάθος, τον ξεβρακώνει τον άνθρωπο,
Γιατί θα ξεράσει τη βρωμιά μας στον αέρα!
Σύ! Αθάνατος θεός άμβροτος, ουκέτι θνητός!»

(Στα πόδια της γρασίδι, στο κοχυλάκι αυτί της
σκουλαρίκι κρεμεζί)***

Ηλίας Λάγιος, Η έρημη γή (έκδ. Ερατώ, Αθήνα 1996, σσ. 24-25). -Το απόσπασμα από το «Α΄ Η ταφή των νεκρών», ακροτελεύτεια στροφή και στ. 60-78, ενώ το πρώτο motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 22, στ. 17-18). Το δεύτερο motto εκ «Γ΄ Οι καιροί της φωτιάς» του ιδίου (ό.π., σ. 33, στ. 186). Κι η κατακλείδα εκ του ιδίου, αλλά από το «Β΄ Ένα παιχνίδι πρέφα» (ό.π., σ. 26, στ. 81). Στον τίτλο κι ο στ. 253, από το Γ΄, ένθα και οι στ. 292-299 (ό.π., σσ. 38-39) με το ξεπαρθένεμα της λογοδοσμένης κόρης.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

επόμενος ο χριστιανισμός


Ό,τι αθάνατο είναι να ζήσει στο τραγούδι,
στη ζωή πρέπει να χαθεί.*
[…] η χριστιανική τελετουργία της θείας κοινωνίας, κατά την οποία ο πιστός ενσωματώνει το αίμα και την σάρκα του Σωτήρα, αναπαράγει το περιεχόμενο του παλαιού τοτεμικού γεύματος, μολονότι βέβαια υπό την τρυφερή του έννοια, που εκφράζει την λατρεία του προς αυτόν, όχι υπό την επιθετική του σημασία.

Αλλά η αμφιθυμία που διέπει την σχέση προς τον πατέρα φάνηκε πολύ καθαρά στο τελικό αποτέλεσμα του θρησκευτικού νεωτερισμού. Ενώ υποτίθεται ότι απέβλεπε στον εξευμενισμό του πατέρα-θεού, αυτός ο νεωτερισμός κατέληξε στον εκθρονισμό και στον παραμερισμό του.

Ο ιουδαϊσμός ήταν μια θρησκεία του πατέρα, ο χριστιανισμός έγινε μια θρησκεία του γιού. Ο παλαιός πατέρας-θεός υποχώρησε μπροστά στον Χριστό, και ο Χριστός, ο γιός, πήρε τη θέση του, ακριβώς όπως ποθούσε σε εκείνους τους πανάρχαιους χρόνους κάθε γιός.

Ο Παύλος, ο συνεχιστής του ιουδαϊσμού, έγινε και καταστροφέας του. Την επιτυχία του την οφείλει ασφαλώς κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι με την ιδέα της λύτρωσης ζωντάνευε την συνείδηση ενοχής που διακατείχε την ανθρωπότητα, παράλληλα όμως και στο γεγονός ότι εγκατέλειψε την ιδέα ότι ο λαός είναι περιούσιος και μαζί με αυτή το εξωτερικό σημάδι της, την περιτομή.

Έτσι η νέα θρησκεία είχε την δυνατότητα να γίνει οικουμενική, να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους. Ακόμη και αν σε αυτό το βήμα του Παύλου συνέβαλε η προσωπική του εκδικητικότητα λόγω της αντίστασης που συνάντησε η καινοτομία του σε εβραϊκούς κύκλους, με αυτό το βήμα αποκαταστάθηκε ένα χαρακτηριστικό της παλαιάς θρησκείας του Ατονού, καταργήθηκε ένας περιορισμός που αυτή είχε αποκτήσει με το πέρασμά της σε έναν νέο φορέα, τον εβραϊκό λαό.

Από πολλές απόψεις η νέα θρησκεία σήμαινε μια πολιτιστική επαναστροφή σε σχέση με την παλαιότερη, την εβραϊκή, όπως συμβαίνει κατά κανόνα με την εισβολή ή την αποδοχή νέων ανθρώπινων μαζών χαμηλότερου επιπέδου.

Η χριστιανική θρησκεία δεν κράτησε το υψηλό επίπεδο πνευματικότητας στο οποίο είχε ανέλθει, ο ιουδαϊσμός. Δεν ήταν πια αυστηρά μονοθεϊστική, υιοθέτησε πολλές συμβολικές τελετουργίες από τους γειτονικούς λαούς, αποκατέστησε την μεγάλη μητρική θεότητα και βρήκε αρκετόν χώρο για πολλές θεϊκές μορφές του πολυθεϊσμού με διαφανή συγκάλυψη, μολονότι τούς έδωσε κατώτερες θέσεις.

Προπάντων δεν απέκλεισε, όπως η θρησκεία του Ατονού και η διάδοχός της, η μωσαϊκή, την είσοδο δεισιδαιμονιών, μαγικών και μυστικιστικών στοιχείων, τα οποία έμελλαν να αποτελέσουν σοβαρό εμπόδιο στην πνευματική εξέλιξη κατά τις δύο επόμενες χιλιετίες.

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 182-183). - Το motto στιχάκι του Schiller από το ποίημα Οι θεοί της Ελλάδας (ό.π., σ. 202).

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

ομοιότητες και διαφορές


Οι ομοιότητες και οι διαφορές μεταξύ των δύο θρησκειών [της μονοθεϊστικής αιγυπτιακής θρησκείας του Ατονού και της εβραϊκής μωσαϊκής θρησκείας] είναι φανερές, αλλά όχι ιδιαίτερα διαφωτιστικές. Και οι δύο θρησκείες είναι μορφές ενός αυστηρού μονοθεϊσμού, γι' αυτό θα έτεινε κανείς εξαρχής να αναγάγει όλα τα κοινά σημεία σε αυτό το βασικό χαρακτηριστικό.

Ο εβραϊκός μονοθεϊσμός είναι σε μερικά σημεία ακόμη πιο αυστηρός από τον αιγυπτιακό, λόγου χάρη όταν απαγορεύει με απόλυτον τρόπο τις εικονιστικές παραστάσεις. Η πιο ουσιαστική διαφορά -εκτός από το όνομα του θεού- είναι ότι η εβραϊκή θρησκεία αποσπάται πλήρως από τη λατρεία του ήλιου, στην οποία στηριζόταν ακόμη η αιγυπτιακή.

Κατά την αντιπαραβολή με την αιγυπτιακή λαϊκή θρησκεία είχαμε την εντύπωση ότι εκτός από την βασική αντίθεση υπάρχει και ένα στοιχείο σκόπιμης αντίθεσης. Αυτή η εντύπωση φαίνεται δικαιολογημένη, αν στην αντιπαραβολή αντικαταστήσουμε την εβραϊκή θρησκεία με εκείνη του Ατονού, την οποία, όπως ξέρουμε, ο Ιχνατόν [Αμενχοτέπ Δ΄] ανέπτυξε με εχθρική διάθεση κατά της λαϊκής θρησκείας.

Δικαιολογημένα εκφράσαμε την απορία μας για το γεγονός ότι η εβραϊκή θρησκεία δεν θέλει να ξέρει τίποτε για το υπερπέραν και για μια ζωή μετά τον θάνατο, αφού μια τέτοια διδασκαλία θα συμβιβαζόταν και με τον πιο αυστηρό μονοθεϊσμό. Αυτή η απορία εξαφανίζεται αν από την εβραϊκή θρησκεία ανατρέξουμε στη θρησκεία του Ατονού και δεχθούμε ότι αυτή η απόρριψη του υπερπέραν υιοθετήθηκε από εκείνη, διότι για τον Ιχνατόν ήταν αναγκαία στην καταπολέμηση της λαϊκής θρησκείας, στην οποία ο θεός των νεκρών Όσιρις έπαιζε ίσως μεγαλύτερον ρόλο από οποιονδήποτε θεό του επίγειου κόσμου.

*

Ο Μωυσής δεν έδωσε στους Εβραίους μόνο μια νέα θρησκεία· με την ίδια βεβαιότητα μπορούμε να πούμε επίσης ότι εισήγαγε σε αυτούς το έθιμο της περιτομής. Αυτό το γεγονός έχει αποφασιστική σημασία για το πρόβλημά μας και μάλλον δεν έχει αξιολογηθεί ποτέ.

Η βιβλική ιστορία έρχεται βέβαια συχνά σε αντίθεση προς αυτό το γεγονός· αφενός ανάγει την περιτομή στην εποχή των γεναρχών, ως σημάδι της συμφωνίας (διαθήκης) μεταξύ του θεού και του Αβραάμ [Γένεσις 17, 9], αφετέρου αναφέρει, σε ένα ιδιαίτερα σκοτεινό σημείο [Έξοδος 4, 24], ότι ο θεός εξοργίσθηκε με τον Μωυσή λόγω της παραμέλησης του ιερού εθίμου και ήθελε να τον σκοτώσει και ότι η σύζυγος του Μωυσή, μια γυναίκα από την Μαδιάμ, έσωσε τον απειλούμενο άνδρα από την οργή του θεού εκτελώντας γρήγορα την χειρουργική πράξη.

Πρόκειται όμως για παραποιήσεις, που δεν πρέπει να μάς εμβάλλουν σε αμηχανία· αργότερα θα κατανοήσουμε τα κίνητρα που κρύβονται πίσω από αυτές. Βέβαιο είναι ότι στο ερώτημά μας, από πού δέχθηκαν οι Εβραίοι το έθιμο της περιτομής, μπορεί να δοθεί μόνο μία απάντηση: από την Αίγυπτο.

Ο Ηρόδοτος, ο «πατέρας της ιστορίας», μάς πληροφορεί [Βιβλίο ΙΙ, κεφ. 104] ότι το έθιμο της περιτομής ήταν από καιρό καθιερωμένο στην Αίγυπτο και οι αναφορές του έχουν επιβεβαιωθεί με ευρήματα σε μούμιες, ακόμη και με παραστάσεις σε τοιχώματα τάφων.

Από όσα γνωρίζουμε, κανένας άλλος λαός της ανατολικής Μεσογείου δεν ασκούσε αυτό το έθιμο· για τους Σημίτες, τους Βαβυλώνιους και τους Σουμέριους μπορούμε να δεχτούμε με βεβαιότητα ότι ήταν απερίτμητοι. Για τους κατοίκους της Χαναάν το λέει η ίδια η βιβλική ιστορία· είναι η προϋπόθεση για την έκβαση της περιπέτειας που είχε η κόρη του Ιακώβ με τον πρίγκηπα Συχέμ [Γένεσις, 34].

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 94-95, 95-96, πρβλ. και σ. 107).

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

η παράδοση των ιερών εβραϊκών κειμένων


Πιο παλαιά πηγή θεωρείται ο Ιαβιστής J (Jahve, Γιαχβέ, Ιαβέ), ο οποίος τελευταία αποδίδεται στον ιερέα Εβιατάρ (Ebjatar), έναν σύγχρονο του βασιλιά Δαβίδ. Λίγο αργότερα, άγνωστο πότε, τοποθετείται ο λεγόμενος Ελωχειμιστής (ή Ελοχιστής) Ε, που ανήκε στο βόρειο βασίλειο.

Μετά την κατάρρευση του βόρειου βασιλείου, το 722 [π.Χ.] ένας Εβραίος ιερέας συνένωσε μερικά κομμάτια του J και του E και πρόσθεσε δικά του κείμενα. Αυτή η συλλογή του λέγεται JE. Τον έβδομο αιώνα προστίθεται το Δευτερονόμιον, το πέμπτο βιβλίο, που δήθεν βρέθηκε ολόκληρο στον ναό.

Στην εποχή μετά την καταστροφή του ναού (586), κατά τη διάρκεια της εξορίας και μετά την επιστροφή, τοποθετείται η εκ νέου επεξεργασία που αποκαλείται «κώδικας των ιερέων».

Τον πέμπτο αιώνα το έργο υφίσταται την οριστική του σύνταξη και από τότε δεν έχει μεταβληθεί ουσιαστικά. [-Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι ο οριστικός καθορισμός του εβραϊκού τύπου είναι αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης του Έσδρα και του Νεεμία στον πέμπτο αιώνα π.Χ., δηλαδή μετά την εξορία, υπό την καλοπροαίρετη απέναντι στους Εβραίους περσική κυριαρχία.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας είχαν περάσει τότε περίπου 900 χρόνια από την εμφάνιση του Μωυσή. Σε αυτή την μεταρρύθμιση πραγματοποιήθηκαν όντως οι διατάξεις που σκόπευαν στον καθαγιασμό ολόκληρου του λαού, επιβλήθηκε ο διαχωρισμός από τους μη Εβραίους του περιβάλλοντός τους μέσω της απαγόρευσης των μεικτών γάμων, η Πεντάτευχος, το κυρίως βιβλίο των νόμων, έλαβε την οριστική μορφή του και αποπερατώθηκε η εκ νέου επεξεργασία η γνωστή ως κώδικας των ιερέωνκανόνας]. Καθώς φαίνεται μάλιστα, η μεταρρύθμιση δεν εισήγαγε νέες τάσεις, αλλά δέχθηκε παλαιότερα ερεθίσματα και τα ενίσχυσε].

Η ιστορία του βασιλιά Δαβίδ και της εποχής του είναι πιθανότατα έργο ενός συγχρόνου. Είναι σωστή ιστοριογραφία, πεντακόσια χρόνια πριν από τον Ηρόδοτο, τον «πατέρα της ιστορίας». Μπορεί να κατανοήσει κανείς αυτό το επίτευγμα αν σκεφθεί την αιγυπτιακή επιρροή, όπως την εννοούμε στη θέση που υποστηρίζουμε.

Διατυπώθηκε μάλιστα και η εικασία ότι οι Ισραηλίτες εκείνων των πανάρχαιων χρόνων, δηλαδή οι γραμματείς του Μωυσή, πρέπει να συμμετείχαν στην εφεύρεση του πρώτου αλφαβήτου [-Αν υφίσταντο την πίεση της απαγόρευσης των εικόνων, είχαν μάλιστα λόγο να εγκαταλείψουν τα ιερογλυφικά γράμματα, καθώς ετοίμαζαν τα δικά τους γράμματα για να εκφρασθούν σε μια νέα γλώσσα].

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 117-119).

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

η καθιέρωση του μονοθεϊσμού


Καμμιά άλλη πτυχή της θρησκευτικής ιστορίας δεν έγινε για μάς τόσο σαφής όσο η καθιέρωση του μονοθεϊσμού στους Εβραίους και η συνέχειά του στον χριστιανισμό, αν αφήσουμε κατά μέρος την επίσης κατανοητή εξέλιξη από το ζωικό τοτέμ στον ανθρώπινο θεό με τον τακτικό του συνοδό. (Ακόμη και οι τέσσερις Ευαγγελιστές του χριστιανισμού έχουν ο καθένας τους το αγαπημένο του ζώο).

Αν δεχθούμε προσωρινά την φαραωνική κοσμοκρατορία ως αφορμή για την ανάδυση της ιδέας του μονοθεϊσμού, θα δούμε ότι αυτή η ιδέα, ξερριζωμένη από το έδαφός της και μεταφερμένη σε άλλον λαό, διατρέχει μια λανθάνουσα περίοδο και έπειτα καταλαμβάνει αυτόν τον λαό, ο οποίος την φυλάει ως το πιο πολύτιμο κτήμα του και εκείνη με τη σειρά της κρατάει τον λαό στη ζωή προσφέροντάς του την περηφάνια ότι είναι ο περιούσιος λαός.

Είναι η θρησκεία του προπάτορα, με την οποία συνδέεται η ελπίδα για ανταμοιβή, διάκριση και τελικά για κοσμοκρατορία. Αυτή η τελευταία φανταστική επιθυμία, την οποία ο εβραϊκός λαός έχει εγκαταλείψει πριν από πολύν καιρό, ζεί ακόμη και σήμερα στους εχθρούς του εβραϊκού λαού που πιστεύουν στη συνωμοσία των «Σοφών της Σιών».

*

Φαίνεται ότι μια αυξανόμενη συνείδηση ενοχής είχε καταλάβει τον εβραϊκό λαό, ίσως μάλιστα ολόκληρο τον τότε πολιτισμένο κόσμο, ως πρόδρομος της επιστροφής του απωθημένου περιεχομένου, ώσπου κάποτε ένας από τις γραμμές αυτού του λαού, νομιμοποιημένος στον ρόλο ενός πολιτικοθρησκευτικού υποκινητή, βρήκε την αφορμή με την οποία μια νέα θρησκεία, ο χριστιανισμός, αποσπάσθηκε από τον ιουδαϊσμό.

Ο Παύλος, ένας Ρωμαίος εβραϊκής καταγωγής από την Ταρσό, συνέλαβε αυτή την συνείδηση ενοχής και σωστά την ανήγαγε στην προϊστορική της πηγή, στο «προπατορικό αμάρτημα», όπως το αποκάλεσε, ένα έγκλημα κατά του θεού, το οποίο μόνο με το θάνατο μπορεί να ξεπληρωθεί.

Με το προπατορικό αμάρτημα ήλθε στον κόσμο ο θάνατος. Στην πραγματικότητα αυτό το έγκλημα, που άξιζε τον θάνατο, ήταν η δολοφονία του προπάτορα που αργότερα θεοποιήθηκε.

Δεν έγινε όμως μνεία στην δολοφονία, αλλά στη θέση της μπήκε η φαντασίωση για την εξιλέωση από αυτή, γι’ αυτό και τούτη η φαντασίωση χαιρετίσθηκε ως αγγελία λύτρωσης (ευαγγέλιο). Ένας γιός του θεού δέχθηκε να θανατωθεί, αν και ήταν αθώος, και έτσι επωμίσθηκε την ενοχή όλων των ανθρώπων. Έπρεπε να είναι ένας γιός, διότι επρόκειτο για μια πατροκτονία.

Ίσως η ανάπτυξη της φαντασίωσης για την λύτρωση να επηρεάσθηκε από παραδόσεις ανατολικών και ελληνικών μυστηρίων. Το ουσιώδες σε αυτή πρέπει να οφείλεται στον ίδιο τον Παύλο, ο οποίος ήταν ένας άνθρωπος με βαθύτατες θρησκευτικές καταβολές· τα σκοτεινά ίχνη του παρελθόντος ελλόχευαν στην ψυχή του, έτοιμα να εκδηλωθούν σε πιο συνειδητές περιοχές.

Ότι ο λυτρωτής θυσιάσθηκε χωρίς να είναι ένοχος, αυτό ήταν προφανώς μια μεροληπτική παραμόρφωση που δυσκόλευε την λογική κατανόηση, διότι πώς μπορεί ένας αθώος, ένας μη ενεχόμενος στην δολοφονία, να πάρει πάνω του την ενοχή των δολοφόνων δεχόμενος ο ίδιος να θανατωθεί;

Στην ιστορική πραγματικότητα δεν υπήρχε μια τέτοια αντίφαση. Ο «λυτρωτής» δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον κύριο υπαίτιο, τον αρχηγό της σπείρας των αδελφών που υπερνίκησε τον πατέρα.

Σίγκμουντ Φρόϋντ, Ο άνδρας Μωϋσής και η μονοθεϊστική θρησκεία (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, έκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1997, σσ. 179, 180-181).