(παύση)
Η πράξη.
Η πράξη μ' εκείνον, που έκανε και δημιούργησε κι η πράξη του αναπτύχθηκε, κι αυτός να 'χει ήδη φύγει, να 'χει φύγει με πάταγο. Με τον πάταγο που κάνουν τα αισθήματα όταν ξαφνικά προσγειώνονται.
Η ίδια η πράξη είναι τρομερή εξ ορισμού, εκείνες με τα σεντόνια και το πάλεμα, επιβλητικός, το εννοώ απόλυτα, επιβλητικός, αδύνατον να το συλλάβεις, πώς να συλλάβεις εκείνη τη στιγμή, εκείνη τη στιγμή που είσαι το φύλο σου, είσαι η φωλιά του που θα μπεί και θα σε τραντάξει και θα σε ταξιδέψει, η ίδια η πράξη είναι τρομερή, που πράξη δεν είναι, παρά μοιραία εξέλιξη, που μέσα της χάνεσαι και παρασύρεσαι και σπας και φεύγουν τα κομμάτια από τον εαυτό σου –σαν να αποφλοιώνεσαι, να ξεφλουδίζεις – και ολόκληρο το είναι σου είναι εκεί, τόσο πολύ εκεί, που πια δεν είναι, είναι, δεν είναι κάν εσύ, είναι κάτι πριν το εσύ και το είναι – κάτι που είναι τόσο εσύ και είναι που δεν είναι δικό σου πια, και είναι σχεδόν τρομακτικό. Κι όταν όλο αυτό τελειώνει, δεν είσαι πια ο παλιός σου εαυτός, είσαι μπολιασμένη από εκείνον, αλλά εκείνος έχει φύγει κι εσύ αναπολείς και προτιμάς όπως ήταν πριν, τότε που όλα ήταν τόσο αθώα, τόσο μελωδικά, τόσο ρυθμικά στη γλυκιά προσωρινότητά τους.
Αλέξης Σταμάτης, από τον «Καθρέφτη», το δεύτερο μονόπρακτο της Γένεσης (έκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2009, σσ. 28-29) που παίζεται αυτόν τον καιρό στο Θέατρο Χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου