5 Οκτωβρίου. Η Νάντια, φθάνει πρώτη, πριν απ' την ώρα, δεν είναι πια η ίδια. Αρκετά κομψή, ντυμένη στα μαύρα και στα κόκκινα, ένα πολύ φίνο καπελάκι που το βγάζει, αποκαλύπτοντας τ' αχυρένια της μαλλιά που εγκατέλειψαν πια την απίστευτη ακαταστασία τους, φοράει μεταξωτές κάλτσες και τέλεια παπούτσια. Εν τούτοις η συζήτηση έχει γίνει πιο δύσκολη και αρχικά δεν προχωρεί καθόλου, από μέρους της, χωρίς ενδοιασμούς. Αυτό ως τη στιγμή που παίρνει τα βιβλία που τής έφερα. (Les Pas perdus, Manifeste du surrealisme): «Τα χαμένα βήματα; Μα δεν υπάρχουν». Ξεφυλλίζει το έργο με μεγάλη περιέργεια. Η προσοχή της στυλώνεται σ’ ένα ποίημα του Jarry που αναφέρω εκεί:Ανάμεσα στα ρείκια, μουνί των μενίρ
Χωρίς να την ζορίζει καθόλου, αυτό το ποίημα, που την πρώτη φορά το διαβάζει αρκετά γρήγορα, κατόπιν το εξετάζει από πολύ κοντά, φαίνεται να την συγκινεί ζωηρά. Στο τέλος του δεύτερου τετράστιχου, τα μάτια της υγραίνονται και γεμίζουν απ’ το όραμα κάποιου δάσους. Βλέπει τον ποιητή που περνάει κοντά απ' αυτό το δάσος, θά 'λεγε κανείς πως μπορεί να τον ακολουθήσει από μακρυά: «'Οχι, γυρίζει γύρω απ' το δάσος. Δεν μπορεί να μπει, δεν μπαίνει». Κατόπιν τον χάνει και επιστρέφει στο ποίημα, λίγο πιο πάνω απ' το σημείο που το άφησε, ρωτώντας τις λέξεις που την εντυπωσιάζουν περισσότερο, δίνοντας κάποιο σημείο κατανοήσεως, ακριβούς επιδοκιμασίας που απαιτεί.Διώξτε απ' τ' ατσάλι τους τη ζιμπελίνα και την ερμίνα.
«Απ' τ' ατσάλι τους; Τη ζιμπελίνα... και την ερμίνα. Ναι, βλέπω: οι κοφτερές κοίτες, τα κρύα ποτάμια: Απ' τ' ατσάλι τους». Λίγο πιο κάτω:Ροκανίζοντας το βόμβο της χρυσόμυγας, C’ havann
(Με τρόμο, κλείνοντας το βιβλίο): «Αυτό πια, μυρίζει θάνατο!».
Ανδρέας Μπρετόν, Νάντια (μτφρ. Στ. Κουμανούδης, έκδ. 'Υψιλον, Αθήνα 1981, σσ. 66-67).
-----
Διαβάζοντας στη σιωπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου