Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

corpus glorificationis


Με μια προσεκτική εξέταση είναι δυνατόν να ανακαλύψουμε ότι η σειρά των τελετουργικών πράξεων στη Θεία Λειτουργία περιέχει, άλλοτε καθαρά και άλλοτε υπαινικτικά, μία συμπυκνωμένη αναπαράσταση της ζωής και των λαθών του Χριστού. Ενίοτε συμπίπτουν ή πλησιάζουν τόσο κοντά η μία στην άλλη, ώστε δεν υπάρχει αμφιβολία πως η σύμπτυξη είναι συνειδητή και σκόπιμη. Το πιθανότερο είναι πως η ιστορική εξέλιξη της Θείας Λειτουργίας οδηγήθηκε βαθμιαία σε μία συγκεκριμένη εικόνα των σπουδαιότερων όψεων της ζωής του Χριστού. Καταρχήν στο Ευλογημένος ο Ερχόμενος και στο Supra quae υφίσταται μία πρόβλεψη και προαπεικόνιση της έλευσής Του. Η προφορά των λόγων του καθαγιασμού αντιστοιχεί στην ενσάρκωση του Λόγου, καθώς και στα πάθη του Χριστού ή στο θυσιαστικό θάνατό Του, που επανεμφανίζεται στο διαμερισμό. Στο Libera nos υπάρχει μία νύξη για την κάθοδο στην κόλαση, ενώ ο σφραγισμός και η ένωση παρέχουν νύξεις για την ανάσταση.

Το προσφερόμενο δώρο είναι ο ίδιος ο θύτης. Ο ιερέας και το εκλησίασμα προσφέρουν τον εαυτό τους σαν θυσιαστικό δώρο. Ο Χριστός είναι τόσο θύτης όσο και θύμα. Υπάρχει, λοιπόν, μία μυστική ενότητα σε όλα τα μέρη της θυσιαστικής πράξης. Ο συνδυασμός της προσφοράς και εκείνου που προσφέρει στο πρόσωπο του Χριστού υπονοείται στο δόγμα που αναφέρει ότι όπως συντίθεται ο άρτος από πολλούς σπόρους σιτάρι και ο οίνος από πολλά σταφύλια, έτσι και το μυστικό σώμα της Εκκλησίας δημιουργείται από ένα πλήθος πιστών. Επιπλέον, το μυστικό σώμα περιλαμβάνει και τα δύο φύλα και αναπαρίσταται από τον άρτο και τον οίνο. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο ουσίες -το αρσενικό κρασί και το θηλυκό ψωμί- υποδηλώνουν και την ανδρόγυνη φύση του μυστικού Χριστού.

Η Θεία Λειτουργία, λοιπόν, περιέχει σαν απαραίτητο πυρήνα της το μυστήριο και το θαύμα της μεταμόρφωσης του Θεού. Τούτο το μυστήριο συμβαίνει στην ανθρώπινη σφαίρα. Ο Θεός γίνεται Άνθρωπος και κατόπιν επιστρέφει στην εντός του απόλυτη ύπαρξη. Κατά παρόμοιο τρόπο ο άνθρωπος, με την αφιέρωση και την αυτοθυσία σαν όργανο υπηρεσίας (διακονίας), συμμετέχει στη μυστηριακή διαδικασία. Ο Θεός, προσφέροντας τον εαυτό του, πραγματοποιεί μια εκούσια πράξη αγάπης, αλλά η πραγματική θυσία ήταν ένας εναγώνιος και αιματηρός θάνατος που τον επέφεραν οι άνθρωποι. [Οι λέξεις incruente immolatur (θυσιαζόμενος αναίμακτα) –αναφέρονται μόνο στην τελετή και όχι στο συμβολιζόμενο γεγονός]. Οι οδύνες του θανάτου επάνω στο σταυρό είναι μία απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταμόρφωση. Αρχικά, κάτι τέτοιο απεικονίζει την παροχή της ζωής σε ουσίες που δε διαθέτουν ζωή και κατόπιν την ουσιαστική μεταβολή τους· μία πνευματικοποίηση, σύμφωνα με την αρχαία αντίληψη για το πνεύμα σαν μία λεπτή υλική οντότητα [το corpus glorificationis (ένδοξο σώμα)]. Η όλη ιδέα αναφέρεται στη συγκεκριμένη κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού στη Θεία Μετάληψη.

C.G. Jung, Θυσιαστική λατρεία. Ο συμβολισμός στη Θεία Λειτουργία (μτφρ. Λύσ. Μυγιάκης, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1993, σσ. 41-43).

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

όταν δίνουμε κάτι «δικό μας»


[...] όταν δίνουμε κάτι «δικό μας», ουσιαστικά παρέχουμε ένα σύμβολο, κάτι που διαθέτει πολλαπλά νοήματα. Επειδή, όμως, δε γνωρίζουμε το συμβολικό του χαρακτήρα προσκολάται στο εγώ μας, καθώς είναι τμήμα της προσωπικότητάς μας. Έτσι, σε κάθε δώρο υπάρχει, σαφώς ή σιωπηρώς, μία προσωπική απαίτηση. Υπάρχει πάντα εκείνο το «δώσε, για να μπορέσεις να πάρεις» που δε λέγεται.

Συνεπώς, το δώρο ακολουθείται πάντα από μία προσωπική πρόθεση, γιατί η απλή παροχή δεν είναι θυσία. Γίνεται θυσία μόνο αν παραιτήθηκε από την κρυφή μας πρόθεση να πάρουμε κάτι σαν αντάλλαγμα. Στην αληθινή θυσία, το δώρο δίνεται σαν να πρόκειται να καταστραφεί. Μόνο τότε είναι δυνατό να παραιτηθεί η εγωιστική απαίτηση.

Αν ο άρτος και ο οίνος προσφέρονται δίχως τη συνειδητοποίηση κάποιας εγωιστικής απαίτησης, τότε δεν αποτελεί δικαιολογία το γεγονός ότι η συγκεκριμένη πρόθεση είναι ασυνείδητη, αλλά αντίθετα, είναι μία σίγουρη απόδειξη για την ύπαρξη της μυστικής απαίτησης.

Τότε, εξαιτίας της εγωιστικής φύσης της, η προσφορά έχει αναπόφευκτα το χαρακτήρα μίας μαγικής πράξης εξευγενισμού, με το στόχο και τη σιωπηρή προσδοκία της εξαγοράς της καλής θέλησης της θεότητας. Δηλαδή, πρόκειται για ένα ηθικά άχρηστο ομοίωμα της θυσίας. Προκειμένου να αποφύγει μια τέτοια κατάσταση, ο δότης χρειάζεται να συνειδητοποιήσει τουλάχιστον την ταύτισή του με το δώρο και να αναγνωρίσει πόσο δίνει τον εαυτό του, όταν δίνει ένα δώρο.

Με άλλα λόγια, από τη φυσική κατάσταση της ταύτισης με εκείνο που είναι «δικό μας» αναπτύσσεται το ηθικό καθήκον της αυτοθυσίας, ή της θυσίας εκείνου του τμήματος του ατόμου που ταυτίζεται με το δώρο. Θα έπρεπε να αντιληφθούμε ότι όταν δίνει κανείς τον εαυτό του, υπάρχουν μέσα του διάφορες απαιτήσεις. Αυτές οι απαιτήσεις είναι τόσο περισσότερες, όσο λιγότερο τις συνειδητοποιεί το άτομο. Μόνον η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος εγγυάται πως το δόσιμο είναι μία πραγματική θυσία. Γιατί αν γνωρίζουμε και αποδεχόμαστε ότι δίνουμε τον εαυτό μας, χωρίς την απαίτηση κάποιας ανταπόδοσης, τότε θυσιάζουμε την απαίτησή μας και συνεπώς ένα κομμάτι του εαυτού μας. Η αυτοθυσία, λοιπόν, είναι απόλυτο δόσιμο, ένα δόσιμο που είναι μιας εξαρχής ολοκληρωτική απώλεια.

Συνήθως νιώθουμε σαν απώλεια το δόσιμο, δίχως κάποιο αντάλλαγμα. Όμως, η θυσία χρειάζεται να είναι απώλεια, έτσι ώστε να είναι κανείς βέβαιος πως δεν έχει κάποια εγωιστική απαίτηση. Επομένως, το δώρο χρειάζεται να δίνεται σαν κάτι που πρόκειται να καταστραφεί.

Όμως, καθώς το δώρο αντιπροσωπεύει τον εαυτό μας, ουσιαστικά καταστρέφουμε το εγώ. Με άλλα λόγια μοιράζουμε τον εαυτό μας χωρίς την προσδοκία ανταλλάγματος. Ωστόσο, αν την κοιτάζουμε από διαφορετική οπτική γωνία, αυτή η πρόθεση απώλειας είναι και κέρδος.

Αν μπορεί να δώσει κανείς τον εαυτό του, τότε αποδεικνύεται πως τον κατέχει. Κανείς δεν μπορεί να δώσει εκείνο που δεν έχει. Έτσι, όποιος μπορεί να θυσιάσει τον εαυτό του και να παραιτηθεί της απαίτησής του, τον κατέχει. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, χρειάζεται να διαθέτει κανείς συνείδηση της απαίτησής του. Τούτο προϋποθέτει μία σημαντική πράξη αυτογνωσίας, που λείπει από εκείνους που επιμένουν να μη συνειδητοποιούν τέτοιες απαιτήσεις.

Επομένως, είναι λογικό πως η ομολογία του αμαρτήματος θα πρέπει να προηγείται της τελετής της μεταμόρφωσης στη Θεία Λειτουργία. Ο αυτοέλεγχος γίνεται με πρόθεση να συνειδητοποιήσει το άτομο την εγωιστική απαίτηση που υπάρχει σε κάθε δώρο, έτσι ώστε να μπορεί να θυσιαστεί συνειδητά. Σε διαφορετική περίπτωση το δώρο δεν είναι θυσία.

Η θυσία αποδεικνύει ότι το άτομο κατέχει τον εαυτό του, δε σημαίνει πως το άτομο παραδίδεται παθητικά. Πρόκειται για μια συνειδητή και μελετημένη παράδοση του εαυτού που αποδεικνύει ότι το άτομο διαθέτει πλήρη έλεγχο του εγώ. Με αυτόν τον τρόπο το εγώ γίνεται το αντικείμενο μίας ηθικής πράξης, γιατί παίρνει μία απόφαση σαν αντιπρόσωπος μίας εξουσίας που βρίσκεται πέραν της φύσης. Με άλλα λόγια, αποφασίζουμε ενάντια στο εγώ μας, απαρνούμενοι τις απαιτήσεις μας.

C.G. Jung, Θυσιαστική λατρεία. Ο συμβολισμός στη Θεία Λειτουργία (μτφρ. Λύσ. Μυγιάκης, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1993, σσ. 99-101). 


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

τα θυσιαστικά δώρα


Δεν είναι ξεκάθαρο γιατί θα πρέπει να είναι ο άρτος και ο οίνος «σύμβολα της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης προσωπικότητας». Τούτη η ερμηνεία φαίνεται σαν ένα a posteriori (εκ των υστέρων) συμπέρασμα εξαιτίας του ιδιαίτερου νοήματος που έχουν αποκτήσει οι συγκεκριμένες ουσίες στη Θεία Λειτουργία. Σε αυτή την περίπτωση το νόημα οφείλεται στη λειτουργία και όχι στις ίδιες τις ουσίες, γιατί κανείς δε θα μπορούσε να φαντασθεί πως το ψωμί και το κρασί υποδηλώνουν από μόνα τους την ανθρώπινη ζωή ή την ανθρώπινη προσωπικότητα.

Ωστόσο, αποτελούν σημαντικά προϊόντα του πολιτισμού και εκφράζουν μία ζωτική ανθρώπινη προσπάθεια. Αντιπροσωπεύουν μία καθορισμένη πολιτιστική επίτευξη, η οποία αποτελεί καρπό της προσοχής, της υπομονής, της προσπάθειας, της αφιέρωσης και του επίμοχθου έργου.

Στα λόγια «τον άρτον ημών τον επιούσιον» εκφράζεται η εναγώνια φροντίδα του ανθρώπου για την ύπαρξή του. Ο παράγοντας ψωμί, εξασφαλίζει την επιβίωσή του. Όμως, επειδή «μηδέ άνθρωπος ζήσεται επί άρτω μόνω», το ψωμί συνοδεύεται από το κρασί, του οποίου η καλλιέργεια απαιτεί πάντα έναν ιδιαίτερο βαθμό προσοχής και ιδιαίτερα κοπιαστική εργασία. Επομένως, το κρασί αποτελεί έκφραση πολιτισμικής επίτευξης. Όπου καλλιεργείται το σιτάρι και το αμπέλι, επικρατεί ο πολιτισμός. Όπου, όμως, δεν αναπτύσσεται η γεωργία και η αμπελοκαλλιέργεια, υπάρχει μόνον η απολίτιστη ζωή των νομάδων και των κυνηγών.

Έτσι, όταν προσφέρει ο άνθρωπος ψωμί και κρασί, καταρχήν προσφέρει από τα προϊόντα του πολιτισμού του, ό,τι καλύτερο παράγει η ανθρώπινη εργατικότητα. Ωστόσο, το «καλύτερο» παράγεται μόνον από ό,τι καλύτερο διαθέτει ο άνθρωπος μέσα του, την ευσυνειδησία και την αφιέρωσή του. Επομένως, τα πολιτισμικά προϊόντα αντιπροσωπεύουν τις ψυχολογικές συνθήκες παραγωγής τους, δηλαδή εκείνες τις ανθρώπινες αρετές που καθιστούν τον άνθρωπο ικανό για πολιτισμό.

Όσον αφορά την ιδιαίτερη φύση αυτών των ουσιών, το ψωμί είναι αναμφισβήτητα τροφή. Υπάρχει η λαϊκή ρήση που λέει ότι το κρασί «τονώνει», όχι όμως με την ίδια έννοια που «δυναμώνει» η τροφή. Διεγείρει και «ευφραίνει την καρδίαν ανθρώπου» μέσω μίας ορισμένης πτητικής ουσίας, που ονομαζόταν πάντα «πνεύμα».

Έτσι, αντίθετα από το αβλαβές νερό, είναι ένα ποτό που «φέρει εντός του πνεύμα», ή Θεό, ο οποίος παράγει την έκσταση της μέθης. Το θαύμα του οίνου της Κανά ήταν το ίδιο με το θαύμα στο ναό του Διονύσου και είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι στο Δισκοπότηρο της Δαμασκού, ο Χριστός απεικονίζεται ενθρονισμένος ανάμεσα σε φύλλα αμπέλου, όπως ο ίδιος ο Διόνυσος. Επομένως, το ψωμί αναπαριστά το φυσικό μέσο της συντήρησης και το κρασί το πνευματικό. Η προσφορά του άρτου και του οίνου είναι η προσφορά τόσο των φυσικών όσο και των πνευματικών καρπών του πολιτισμού.

C.G. Jung, Θυσιαστική λατρεία. Ο συμβολισμός στη Θεία Λειτουργία (μτφρ. Λύσ. Μυγιάκης, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1993, σσ. 93-95).


Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

αρχαίος θυσιαστικός συμβολισμός


Παρόλο που η ίδια η Θεία Λειτουργία είναι ένα μοναδικό φαινόμενο στη συγκριτική ιστορία των θρησκειών, το συμβολικό της περιεχόμενο θα ήταν ξένο προς την ανθρωπότητα, αν δεν ήταν ριζωμένο στην ανθρώπινη ψυχή. Αν είναι, όμως, τόσο ριζωμένο, τότε μπορούμε να ανακαλύψουμε παρόμοια πρότυπα συμβολισμού, τόσο στην πρώιμη ιστορία της ανθρωπότητας όσο και στον κόσμο της παγανιστικής σκέψης.

Η προσευχή Supra quae (Επίβλεψον εφ' ημάς ο Θεός...) στην Ευχή της Προσκομιδής, δείχνει πως η Θεία Λειτουργία περιέχει νύξεις των «προαπεικονίσεων» της Παλαιάς Διαθήκης και έμμεσα του αρχαίου θυσιαστικού συμβολισμού.

Είναι ξεκάθαρο, επομένως, ότι στη θυσία του Χριστού και στη Θεία Κοινωνία δονείται μία από τις πιο βαθιές χορδές της ανθρώπινης ψυχής, η ανθρώπινη θυσία και η τελετουργική ανθρωποφαγία.

Δυστυχώς δεν μπορούμε να εισέλθουμε στον όγκο του σχετικού εθνολογικού υλικού. Έτσι, θα αρκεστούμε να υπενθυμίσουμε την τελετουργική σφαγή του βασιλιά για τη γονιμότητα της γής και την ευημερία του λαού του, την ανανέωση και αναζωογόνηση των θεών μέσω της ανθρώπινης θυσίας και την καταβρόχθιση του τοτέμ, που είχε σαν στόχο την ένωση των συμμετεχόντων με τη ζωή των προγόνων τους.

Αυτές οι νύξεις επαρκούν για να δείξουν πως τα σύμβολα της Θείας Λειτουργίας διαπερνούν τις βαθύτερες στοιβάδες της ψυχής και της ιστορίας της. Προφανώς, ανήκουν στις αρχαιότερες και κεντρικότερες θρησκευτικές ιδέες.

[...]

Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι βρίσκουμε θρησκευτικές τελετές που πλησιάζουν πολύ τη Χριστιανική πρακτική σε ένα πεδίο ανέγγιχτο από τον κλασικό πολιτισμό. Εννοώ τις τελετές των Αζτέκων και ιδιαίτερα εκείνη του Τεοκουάλο, της «Βρώσης του Θεού», έτσι όπως καταγράφηκε από τον αδελφό Μπερναρντίνο ντε Σαχαγκούν (Bernardino de Sahagun), που άρχισε το ιεραποστολικό έργο του ανάμεσα στους Αζτέκους το 1529, οκτώ χρόνια μετά την κατάκτηση του Μεξικού.

Σε αυτή την τελετή έφτιαχναν μια ζύμη από αλεσμένους σπόρους του φυτού Argemone mexicana και την έπλαθαν στη μορφή του Θεού Χουϊτζιλοποχτλί [...] Και για αυτό το οποίο έτρωγαν, έλεγαν: «Τρώγεται ο Θεός». Και για εκείνους που τον έτρωγαν, έλεγαν: «Φυλάσσουν το Θεό».

C.G. Jung, Θυσιαστική λατρεία. Ο συμβολισμός στη Θεία Λειτουργία (μτφρ. Λύσ. Μυγιάκης, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1993, σσ. 44-45, 46, 47).

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

στο Μιθραϊσμό


Στο Μιθραϊσμό, μία θρησκεία που ξεπήδησε λίγο πριν το Χριστιανισμό, ανακαλύπτουμε μία ιδιαίτερη ομάδα θυσιαστικών συμβόλων και μία αντίστοιχη τελετουργία που δυστυχώς μάς είναι γνωστή μόνο από βουβά μνημεία.

Σε ένα τέτοιο μνημείο ο Μίθρας αναπαριστάνεται να μεταφέρει τον ταύρο, ένα ταύρο θυσία για την εποχιακή γονιμότητα, μία στερεότυπη απεικόνιση της θυσιαστικής πράξης. Στις πλευρές της πύλης υπήρχαν δαδούχοι με υψωμένους και χαμηλωμένους δαυλούς. Επίσης, στην εικόνα υπάρχει πάντα στο τραπέζι ένα καρβέλι ψωμί σημειωμένο με σταυρούς. Επιπλέον, έχουν βρεθεί μικρές καμπάνες, οι οποίες συνδέονται πιθανώς με την καμπάνα που ηχεί κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.

Η μιθραϊκή θυσία είναι ουσιαστικά μία αυτοθυσία, καθώς ο ταύρος είναι παγκόσμιος και ταυτιζόταν αρχικά με τον ίδιο το Μίθρα. Έτσι εξηγείται, ίσως, η εναγώνια έκφραση στο πρόσωπο του ταυροκτόνου, που μπορεί να συγκριθεί με τη Σταύρωση του Γκουΐντο Ρένι. Το κεντρικό θέμα της μιθραϊκής αναπαράστασης αντιστοιχεί στην πορεία του Χριστού που μεταφέρει το σταυρό, όπως ακριβώς η μεταμόρφωση του ζώου της θυσίας αντιστοιχεί στην ανάσταση του Θεού των Χριστιανών, με τη μορφή της τροφής και του ποτού.

Η αναπαράσταση της θυσιαστικής πράξης, η ταυροκτονία, θυμίζει τη σταύρωση ανάμεσα στους δύο κλέφτες, ο ένας από τους οποίους υψώθηκε στον παράδεισο, ενώ ο άλλος κατέβηκε στην κόλαση.

C.G. Jung, Θυσιαστική λατρεία. Ο συμβολισμός στη Θεία Λειτουργία (μτφρ. Λύσ. Μυγιάκης, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1993, σσ. 47-48).

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

τα των ιερέων της Ίσιδος αλλά και του Σίμωνος του Μάγου το ζεστό αίμα


Από παλαιοτάτων χρόνων το ξύρισμα της κεφαλής συνδέθηκε με τον καθαγιασμό, δηλαδή την πνευματική μεταμόρφωση της μύησης. Οι ιερείς της Ίσιδας είχαν ξυρισμένα τα κεφάλια τους σχεδόν σύριζα και το κούρεμα, όπως γνωρίζουμε, χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα. Τούτο το «σύμπτωμα» της μεταμόρφωσης μάς οδηγεί πίσω, στην παλιά ιδέα πως ο μεταμορφωμένος γίνεται ένα νεογέννητο (νεόφυτος, quasimodogenitus) με άτριχη κεφαλή.
*
Το πύρ συνδέεται με το αίμα, το οποίο «είναι ζεστό και κόκκινο σαν τη φωτιά». Το αίμα στους άνδρες μετατρέπεται σε σπέρμα και στις γυναίκες σε γάλα. Αυτή η «μετατροπή» ερμηνεύεται σαν «φλεγόμενη ρομφαία που στρέφει προς όλες τις κατευθύνσεις και μετουσιώνει, προκειμένου να διαφυλάξει το δρόμο του Δέντρου της Ζωής» (Γένεσις, 3:24). Η αρχή που λειτουργεί στο σπέρμα και το γάλα γίνεται μητέρα και πατέρας. Το Δέντρο της Ζωής φυλάσσεται από τη ρομφαία που μετατρέπει (δηλαδή μεταμορφώνει) [...]

C.G. Jung, Θυσιαστική λατρεία. Ο συμβολισμός στη Θεία Λειτουργία (μτφρ. Λύσ. Μυγιάκης, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1993, σσ. 54, 67).

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2016

καυλοτομηθέντες απέθανον



1872. Τη νύχτα της 24 Γεναριού φάνηκε ο ουρανός
 σκεπασμένος με ένα κόκκινο χρώμα.
Οι γραμματισμένοι τώλεγαν Βόρειο Σέλας.*

Εν αυτώ δε τω χρόνω διεβλήθησάν τινες των επισκόπων από διαφόρων επαρχιών, ως κακώς βιούντες περί τα σωματικά και αρσενοκοιτούντες· εν οίς ήν Ησαΐας ο της Ρόδου ο από νυκτεπάρχων Κωνσταντινουπόλεως, ομοίως δε και ο από Διός πόλεως της Θράκης, ονόματι Αλέξανδρος· οίτινες κατά θείαν πρόσταξιν ηνέχθησαν εν Κωνσταντινουπόλει, και εξετασθέντες καθηρέθησαν από Βίκτωρος επάρχου πόλεως, όστις ετιμωρήσατο αυτούς, και τον μεν Ησαΐαν πικρώς βασανίσας εξώρισε, τον δε Αλέξανδρον καυλοτομήσας επόμπευσεν εις κραβαταρίαν· και ευθέως προσέταξεν ο αυτός βασιλεύς τους εν παιδεραστίαις ευρισκομένους καυλοτομείσθαι· και συνεσχέθησαν εν αυτώ τω καιρώ πολλοί ανδροκοίται, και καυλοτομηθέντες απέθανον· και εγένετο έκτοτε φόβος κατά των νοσούντων την των αρρένων επιθυμίαν.

Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία (έκδ. Βόνης 1831, σ. 436, στ. 3-16).


-----
 * Στο motto χρονολογημένη σημείωση εκ του Κώστα Κρυστάλλη, Το σημειωματάρι του Γεροκαλαμένιου (έκδ. Ι.Μ. Ελεούσης Νήσου, Ιωάννινα 2002, σ. 51).