Με μια προσεκτική εξέταση είναι δυνατόν να ανακαλύψουμε ότι η σειρά των τελετουργικών πράξεων στη Θεία Λειτουργία περιέχει, άλλοτε καθαρά και άλλοτε υπαινικτικά, μία συμπυκνωμένη αναπαράσταση της ζωής και των λαθών του Χριστού. Ενίοτε συμπίπτουν ή πλησιάζουν τόσο κοντά η μία στην άλλη, ώστε δεν υπάρχει αμφιβολία πως η σύμπτυξη είναι συνειδητή και σκόπιμη. Το πιθανότερο είναι πως η ιστορική εξέλιξη της Θείας Λειτουργίας οδηγήθηκε βαθμιαία σε μία συγκεκριμένη εικόνα των σπουδαιότερων όψεων της ζωής του Χριστού. Καταρχήν στο Ευλογημένος ο Ερχόμενος και στο Supra quae υφίσταται μία πρόβλεψη και προαπεικόνιση της έλευσής Του. Η προφορά των λόγων του καθαγιασμού αντιστοιχεί στην ενσάρκωση του Λόγου, καθώς και στα πάθη του Χριστού ή στο θυσιαστικό θάνατό Του, που επανεμφανίζεται στο διαμερισμό. Στο Libera nos υπάρχει μία νύξη για την κάθοδο στην κόλαση, ενώ ο σφραγισμός και η ένωση παρέχουν νύξεις για την ανάσταση.
Το προσφερόμενο δώρο είναι ο ίδιος ο θύτης. Ο ιερέας και το εκλησίασμα προσφέρουν τον εαυτό τους σαν θυσιαστικό δώρο. Ο Χριστός είναι τόσο θύτης όσο και θύμα. Υπάρχει, λοιπόν, μία μυστική ενότητα σε όλα τα μέρη της θυσιαστικής πράξης. Ο συνδυασμός της προσφοράς και εκείνου που προσφέρει στο πρόσωπο του Χριστού υπονοείται στο δόγμα που αναφέρει ότι όπως συντίθεται ο άρτος από πολλούς σπόρους σιτάρι και ο οίνος από πολλά σταφύλια, έτσι και το μυστικό σώμα της Εκκλησίας δημιουργείται από ένα πλήθος πιστών. Επιπλέον, το μυστικό σώμα περιλαμβάνει και τα δύο φύλα και αναπαρίσταται από τον άρτο και τον οίνο. Με αυτόν τον τρόπο οι δύο ουσίες -το αρσενικό κρασί και το θηλυκό ψωμί- υποδηλώνουν και την ανδρόγυνη φύση του μυστικού Χριστού.
Η Θεία Λειτουργία, λοιπόν, περιέχει σαν απαραίτητο πυρήνα της το μυστήριο και το θαύμα της μεταμόρφωσης του Θεού. Τούτο το μυστήριο συμβαίνει στην ανθρώπινη σφαίρα. Ο Θεός γίνεται Άνθρωπος και κατόπιν επιστρέφει στην εντός του απόλυτη ύπαρξη. Κατά παρόμοιο τρόπο ο άνθρωπος, με την αφιέρωση και την αυτοθυσία σαν όργανο υπηρεσίας (διακονίας), συμμετέχει στη μυστηριακή διαδικασία. Ο Θεός, προσφέροντας τον εαυτό του, πραγματοποιεί μια εκούσια πράξη αγάπης, αλλά η πραγματική θυσία ήταν ένας εναγώνιος και αιματηρός θάνατος που τον επέφεραν οι άνθρωποι. [Οι λέξεις incruente immolatur (θυσιαζόμενος αναίμακτα) –αναφέρονται μόνο στην τελετή και όχι στο συμβολιζόμενο γεγονός]. Οι οδύνες του θανάτου επάνω στο σταυρό είναι μία απαραίτητη προϋπόθεση για τη μεταμόρφωση. Αρχικά, κάτι τέτοιο απεικονίζει την παροχή της ζωής σε ουσίες που δε διαθέτουν ζωή και κατόπιν την ουσιαστική μεταβολή τους· μία πνευματικοποίηση, σύμφωνα με την αρχαία αντίληψη για το πνεύμα σαν μία λεπτή υλική οντότητα [το corpus glorificationis (ένδοξο σώμα)]. Η όλη ιδέα αναφέρεται στη συγκεκριμένη κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού στη Θεία Μετάληψη.
C.G. Jung, Θυσιαστική λατρεία. Ο συμβολισμός στη Θεία Λειτουργία (μτφρ. Λύσ. Μυγιάκης, έκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1993, σσ. 41-43).