Κ' ήπια απ' τ' αμπέλι σου που σκαλώνει στον ουρανό·
και κρεββατώνει στο φώς απάνω απ' τη θάλασσα.
Κι όταν στο στόμα μου έφερνα το σταφύλι, το μούρο
ή το ροδάκινο, ένιωθα ως να με θήλαζες.*
Α΄ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: Ξεχωρίζει ως ένα κινούμενο φώς στο όλο της γής.
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ: Ελαφρά είν΄ τα όρη σου. Σαν ιδέες σαλεύουν τα φύλλα των δέντρων σου. Κ' οι αέρες απάνω σου συναντιώνται σαν πνεύματα. Και δεν γίνεται ο ήλιος σου άνθος και χόρτο και σταφύλι και κλήματα μόνο. Αλλά κ’ αίμα στις φλέβες, μαργαρίτης στο νού και λυχνία που φέγγει κι ώς μέσα τα μνήματα.
[...]
Κ' είναι λόγος ο ήλιος σου· και οι συρμές των νερών και του αέρος το πνόϊσμα στις ελιές, είναι λόγος.
Και των άστρων το κάθετο φύσημα-φως, γαλουχεί τις ψυχές των νηπίων σου...
[…]
Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος· όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φώς. Περικλείνεται μές στα τρία φωνήεντα και τα τρία σου σύμφωνα των βιβλίων η βίβλος. Κ' ενανθρωπίστη στις τρείς συλλαβές σου το φώς.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη (έκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2012 (ε΄), σσ. 12, 13). - Το motto εκ του ιδίου (ό.π., σ. 44), όπου μιλάει ο Ποιητής στον Επίλογο.