ο Ζιντ βιάζεται λοιπόν
να εξοστρακίσει το έργο ενός «σνομπ» ντιλετάντη.
Και είναι προς τιμήν του ότι, ένα χρόνο σχεδόν μετά,
θα στραφεί προς τον Προυστ καταθέτοντας
με συντριβή τη mea culpa του.*
Ο Μαρσέλ Προυστ, αν και γνώριζε προσωπικά τον Γκαστόν Γκαλλιμάρ, διευθυντή του εκδοτικού οίκου της N.R.F. [: Nouvelle Revue Française] που ιδρύεται το 1909, επιλέγει να στείλει αποσπάσματα της Αναζήτησης στον θεατράνθρωπο Ζακ Κοπώ, διαμηνύοντάς του ότι θα ήταν πρόθυμος να αναλάβει τα έξοδα της έκδοσης μπρος στην τιμή να τυπωθεί το μυθιστόρημά του από τον εν λόγω εκδοτικό οίκο. Συγχρόνως, όμως, αποδέχεται την πρόταση του Καλμέτ να μεσολαβήσει στον Φασκέλ, παραδίδοντας προς έκδοση το δακτυλόγραφο του πρώτου τόμου του έργου του.
Το φθινόπωρο του 1912, η έκδοση του Από τη μεριά του Σουάν φαντάζει ακόμη στα μάτια του Προυστ τόσο πιθανή, σχεδόν χειροπιαστή, που δεν ορρωδεί να βαρύνει τις επιστολές του προς τους ενδεχόμενους εκδότες του με πολυσέλιδες επισημάνσεις ως προς το μέγεθος του συνολικού έργου του, τον διαχωρισμό του σε τόμους, τον γενικό τίτλο, τους τίτλους των επιμέρους τόμων, ακόμη και με προειδοποιήσεις ως προς το περιεχόμενο του δεύτερου τόμου, που πραγματεύεται ένα ζήτημα ικανό να σκανδαλίσει τον μέσο αναγνώστη: την ομοφυλοφιλία.
Πλην όμως, όσο βυθίζεται ο Ζακ Νορμάν, ο κριτικός αναγνώστης του Φασκέλ, στους δαιδαλώδεις μαιάνδρους της γραφής του Προυστ τόσο επιμηκύνεται και η σιωπή του πρώτου, η οποία -συνεπικουρούμενη από την παράλληλη σιωπή του Gallimard– διογκώνει σταδιακά την αδημονία του Προυστ, που στρέφεται προς φίλους και γνωστούς για να εντείνουν, με τη σειρά τους, τις πιέσεις προς τους δύο εκδότες.
Εις μάτην. Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1912, ο συγγραφέας της Αναζήτησης θα παραλάβει ένα ογκώδες δέμα από τον Φασκέλ με το χειρόγραφό του. Το δέμα συνοδεύεται από μια σύντομη επιστολή του εκδότη, όπου τού ανακοινώνει ρητώς την άρνησή του να εκδώσει ένα έργο «τόσο σημαντικό, αλλά και τόσο διαφορετικό από ό,τι έχει συνηθίσει το αναγνωστικό κοινό να διαβάζει».
[σημ.: Ο Φασκέλ αποσιωπά, τεχνηέντως βεβαίως, την εξοργισμένη αμηχανία του Ζακ Νορμάν: «Ύστερα από 712 σελίδες του χειρογράφου [...], δεν έχω καμία ένδειξη περί τίνος πρόκειται. Τί δουλειά έχουν όλ' αυτά; Τί σημαίνουν όλ' αυτά; [...] Αδύνατον να καταλάβω κάτι! Αδύνατον να πώ κάτι!»].
*
Αρχές Ιανουαρίου του 1913 ο ίδιος αυτός φίλος [ενν. ο Λουί ντε Ρομπέρ] θα μεσολαβήσει στον Αλφρέντ Υμπλό, διευθυντή του Βιβλιοπωλείου Ollendorf, συστήνοντάς του τον πρώτο τόμο της Αναζήτησης με τα πλέον κολακευτικά λόγια. Αυτή τη φορά ο Προυστ δεν θα χρειαστεί να περιμείνει πολύ. Δυό βδομάδες μετά, ο Υμπλό στέλνει στον Λουί ντε Ρομπέρ απαντητική επιστολή, ξεκινώντας με τα εξής λόγια: «Αγαπητέ φίλε, ίσως είμαι εντελώς στούρνος, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατόν ένας κύριος να χρησιμοποιεί τριάντα σελίδες για να αφηγηθεί πώς γυρίζει και στριφογυρίζει στο κρεβάτι του προτού τον πάρει ο ύπνος [...]».
*
Αρνούμενος να δεχτεί [ενν. ο Προυστ] ότι ένας συγγραφέας μπορεί να κριθεί από τη μορφή και όχι το περιεχόμενο του βιβλίου του, οικτίρει στην εν λόγω επιστολή όσους συγγραφείς επιβαρύνουν τα έργα τους κάνοντας άσκοπους κύκλους, ανίκανοι να βρούν τη μεταφορική εικόνα που αρμόζει «για να πηδήξουν ένα χαντάκι», και καταλήγει με την εξής έμμεση μομφή: «Το βιβλίο μου είναι απογυμνωμένο από ό,τι παραγεμίζει το μεγαλύτερο μέρος των άλλων μυθιστορημάτων: [...] ποτέ ένα πρόσωπο [στο έργο μου] δεν σηκώνεται, δεν κλείνει ένα παράθυρο, δεν φοράει ένα πανωφόρι».
Αντιγόνη Βλαβιανού, «Εισαγωγή», στο: Αγαπητέ μου Προυστ. Αλληλογραφία Αντρέ Ζιντ & Μαρσέλ Προυστ (έκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2013, σσ. 14-15, σημ. 23 & σσ. 17, 23).- Το motto εκ του ιδίου (όπ., σ. 16).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου