Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ο Παύλος ο Ταρσεύς [πρβλ. Ιωάν. 3: 7-8, Α΄ Κορ. 2: 10-15] κάνει την ίδια διάκριση ανάμεσα στον ψυχικό άνθρωπο, που είναι ένας δολοφόνος ή ένας νεκρός άνθρωπος (θνητός) και στον πνευματικό άνθρωπο – που είναι μια ζωντανή Πνοή, που κατοικείται από το Πνεύμα το οποίο «εξετάζει τα πάντα», φθάνοντας στα άδυτα της σύστασης του Θεού και το οποίο, αντίθετα με τον ψυχικό άνθρωπο, δεν μπορεί να κατανοηθεί ή να κριθεί από κανέναν.
[...]
Η ψυχή της Μαρίας, γίνεται «πνευματική» και συμμετέχει σ' αυτήν την κυριαρχία και την «απελευθέρωση», που είναι επανάκτηση της ελευθερίας. Αν οι απόστολοι, στη συνέχεια, την κρίνουν, είναι γιατί παραμένουν ψυχικοί και σαρκικοί, δέσμιοι ενός απονεκρωμένου και θνητού πνεύματος.
[...]
Μάς κάνει εντύπωση ότι βρίσκουμε ξανά σε ένα κείμενο του Ιωάννη [ενν. Α΄ Ιωάν. 3: 14-15, ίδιους όρους με αυτούς του Κατά Μαριάμ Ευαγγελίου. Η σοφία των ανθρώπων, είναι η σοφία χωρίς αγάπη. Αυτή η ζηλιάρα και πονηρή σοφία είναι ανθρωποκτόνος και δεν έχει την Πνοή της Ζωής (Πνεύματος) μέσα της.
Η Σοφία της αγάπης είναι άνευ όρων και ορίων. Δεν είναι πια «περικυκλωμένη» ή περιορισμένη από αντικείμενα στα οποία μπορεί να στραφεί και εμφανίζεται πάντα πιο πλατιά από το περιεχόμενό της: ενώ, δεν περιορίζει, δεν κατέχει και δεν επιθυμεί αυτό που αγαπά.
Θα μπορούσαμε, ίσως, να θέσουμε το ερώτημα: είναι δυνατόν να υπάρξει αγάπη, χωρίς επιθυμία και πόθο;
Από ψυχικής πλευράς, όχι. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σπουδαίος ψυχολόγος για να πεί ότι, κάθε αγάπη είναι ιδιοτελής, συνειδητά ή ασυνείδητα. Αγαπάμε με σκοπό να αγαπηθούμε, είναι το λιγότερο που ζητάμε, και δεν θεωρείται επίσης, ακριβώς επιθυμία.
«Από ψυχικής πλευράς», δεν υπάρχει δωρεάν αγάπη, αγάπη που δεν είναι προσκόλληση ή ανιδιοτελής αγάπη, αυτό είναι ξεκάθαρο. Γίνεται στο σημείο αυτό καθαρά λόγος, για μια Εντελώς Διαφορετική Αγάπη ή για μια Εντελώς Διαφορετική Επιθυμία: μια πνευματική αγάπη, την Αγάπη ακριβώς που μπόρεσε να δεί η Μαρία, μέσα στα μάτια και πάνω στα χείλη του Ραβίνου της, του Ιησού.
Το λέει ξεκἀθαρα: «Η επιθυμία μου» (θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε «ο πόθος μου») «έχει γαληνέψει». Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια επιθυμία: αν η Μαρία η Μαγδαληνή κατάφερε να ξυπνήσει τον νού της και να εμπνευσθεί από το Πνεύμα του Θεού, όσο βρίσκεται σε αυτόν τον χωροχρόνο, αυτό δεν σημαίνει ότι λειτουργεί λιγότερο με την καρδιά και την ψυχή.
Αλλά αυτή η ψυχή, αυτός ο ψυχισμός έχει γαληνέψει. Δεν μάς εμποδίζει πια να βλέπουμε «αυτό που είναι» και στη σωστή σχέση με «αυτό που είναι» (αγάπη). Έχει απαλλαγεί από την «πίεση» που υπάρχει λίγο πολύ στους έρωτές μας, όσο δεν αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα του άλλου και το «δικαίωμά» του να μη μάς αγαπά και να μάς εγκαταλείπει... Έχει απαλλαγεί από την άγνοια που κάνει τον Άλλο αντικείμενο το οποίο θα μπορούσαμε να το «έχουμε στην κατοχή μας» «για μια ολόκληρη ζωή», και προχωρεί στη γνώση που βλέπει τον άλλον όπως ακριβώς είναι: υποκείμενο, μια αναμφίβολα ελεύθερη υπόσταση την οποία μπορεί να αγαπά για μια ολόκληρη ζωή.
Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ.(μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 221, 222-224). Απ' αφορμή τους στίχους 15-19 της 16ης σελίδας.