Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

μια μηχανή που φτιάχνει θεούς


«Μετανοείτε», ήταν το πρώτο πράγμα που είπε ο Διδάσκαλος στους μαθητές του, όταν τούς επέλεγε: «Αλλάξτε (με την έννοια της εβραϊκής τεχούβα, «επιστροφής»), «γυρίστε ξανά, ελάτε ξανά πίσω στον εαυτό σας, ελάτε ξανά στο κέντρο της ύπαρξής σας». Η μετάνοια ή η αλλαγή «είναι η επιστροφή αυτού που είναι ενάντια στη φύση, προς αυτό που είναι σωστό». Αυτή είναι η έννοια της ελληνικής λέξης μετάνοια, «να πάτε πέρα από τον νού», «πέρα από τη γνώση και τη συνηθισμένη σκέψη» (σύμφωνα με τις δυαδικές λειτουργίες του μυαλού μας) «προς το Πνεύμα, το Πνεύμα το άγιο, την Πνοή και το Ζών Φώς».

Έχοντας απομακρυνθεί από τον παλιό τύπο ανθρώπου, από τους αρχαϊκούς προγραμματισμούς και τις συνειδητές και ασυνείδητες αναμνήσεις του, ενδυόμαστε τον καινούργιο Άνθρωπο ή ακόμη καλύτερα τον τέλειο Άνθρωπο ή «τον Άνθρωπο που ζεί σύμφωνα με την τελολογία του» (ενδυσάμενοι τον τέλειον άνθρωπον). Αυτές τις εκφράσεις θα τίς βρούμε ξανά στον Παύλο τον Ταρσέα.

Όπως μάς προετοίμασε το Κατά Μαριάμ Ευαγγέλιον, ο σκοπός (τέλος) της ύπαρξής μας είναι να γίνουμε Άνθρωποι στην ολότητά τους. Ο Μπερξόν έλεγε ότι «το σύμπαν είναι μια μηχανή που φτιάχνει θεούς», αν και θα ήταν πιο σωστό να πούμε, ότι είναι μια δημιουργική φαντασία, μια υπαρκτή γνώση και μια μηχανή που φτιάχνει και τα «δύο», αλλά τα δύο μαζί, Άνθρωπο και Θεό μέσα σε μια λέξη: ο Άνθρωπος, σε ένα μόνο Όνομα: Ιησούς, Υιός του Ανθρώπου, Υιός του Θεού.

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σ. 254). Απ' αφορμή τους στίχους 15-17 της 18ης σελίδας.

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

μη φτιάχνετε άλλους κανόνες


Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης απαντούσε στους αδελφούς του, που τού ζητούσαν να τούς δώσει κανόνες: «Μην προσθέτετε τίποτε στο Ευαγγέλιο, δεν έχουμε άλλους κανόνες, παρά μόνον το Ευαγγέλιο, μην προσθέτετε τίποτε, μη φτιάχνετε άλλους κανόνες. Ο κανόνας σας είναι το Ευαγγέλιο και είναι Εκείνος που το ενσαρκώνει. Ακολουθήστε Τον, βαδίστε μαζί Του». «Ο Χριστός, αυτός είναι όλα τα αρχεία», είχε πεί ήδη ο Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιοχείας.

Ο Νόμος δεν είναι μόνο ένα σύνολο από παραγγέλματα και εντολές, είναι και ένα πρόσωπο, μια συμπεριφορά.

«Μην επιβάλλετε κανέναν κανόνα,
εκτός από αυτόν του οποίου υπήρξα Μάρτυς».

Αυτόν τον Νόμο της Αγάπης και της ελευθερίας, που έκανα Πράξη, Ενσάρκωσα και υπήρξα μάρτυρας με τον λόγο, τις πράξεις, την υπομονή και τη συγγνώμη μου...

Γίνετε κι εσείς μάρτυρες της Αγάπης με σάρκα και οστά [...]. Γίνετε το επίκεντρο των αντικειμένων και των υποκειμένων που δημιουργούν, που μιλούν και αγαπούν και που είναι ικανά να ξαναδώσουν στα «άψυχα αντικείμενα» όνομα και ψυχή.

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σ. 119). Απ' αφορμή τους στίχους 1-2 της 9ης σελίδας.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

μακαριότης


«… ο Μακάριος τους αποχαιρέτισε όλους...» […] αυτός που ενσαρκώνει την μακαριότητα. Ας θυμηθούμε παρεμπιπτόντως:
- ότι η απόλαυση είναι αγαλλίαση και ολοκλήρωση του σώματος·
- ότι η ευτυχία είναι αγαλλίαση και ολοκλήρωση της ψυχής·
- ότι η χαρά είναι αγαλλίαση και ολοκλήρωση του νου.

Κάθε αγαλλίαση και κάθε ολοκλήρωση, είναι απήχηση της αδημιούργητης Μακαριότητας, στη δημιουργημένη ανθρώπινη ύπαρξη και η μάλλον περιορισμένη συμμετοχή του Μακάριου, στο Είναι. Με αυτήν την έννοια, κάθε απόλαυση, κάθε ευτυχία και κάθε χαρά είναι σχετικές και συγχρόνως ιερές.

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 92-93). Απ' αφορμή τους στίχους 11-14 της 8ης σελίδας.

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

η δοκιμασία την οποία πρέπει να βιώσει κάθε ψυχισμός


Το Κατά Μαριάμ Ευαγγέλιον μάς μιλά λοιπόν, για τη συντήρηση της ψυχής από την Επιθυμία, η οποία είναι σύμβολο της δοκιμασίας την οποία πρέπει να βιώσει κάθε ψυχισμός, που περνά από αυτό το δεύτερο κλίμα:

«Δεν σε είδα να κατεβαίνεις,
αλλά τώρα, σε βλέπω να ανεβαίνεις»,
είπε η Επιθυμία.
«Γιατί ψεύδεσαι...».

Πράγματι, λέει ψέματα.

Αν η Επιθυμία είναι σε θέση να μάς ανυψώσει (προς τα πού;), τότε είναι σίγουρα σε θέση και να μάς καταποντίσει. Αυτό είναι ένα κλίμα που χαρακτηρίζεται από την κτήση. Καθένας γνωρίζει ότι μπορεί να γίνει «κτήμα αυτού που κατέχει» και όσο διακατέχεται από επιθυμία, δεν μπορεί ποτέ να αναπαυθεί.

Η Επιθυμία ξέρει να λέει μόνο «κι άλλο»· δεν ξέρει να λέει «αρκετά».

«Γιατί ψεύδεσαι, αφού είσαι κομμάτι του εαυτού μου;»

Η Επιθυμία δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί είναι μέρος του ψυχισμού, είναι ο ίδιος ο ψυχισμός. Η ψυχή, που έχει αποκοπεί από το πνεύμα, δεν μπορεί να μένει ανικανοποίητη κι αυτή ακριβώς η δυσαρέσκεια, την οδηγεί σιγά-σιγά σε όλο και πιο έντονες απαιτήσεις που τής προκαλούν ακόμη και θυμό.

Αλλά η ψυχή της Μαρίας είναι διαυγής. Υπάρχει μέσα της κάτι από τη λάμψη και το φώς του νού, βλέπει:

«Εγώ, σε είδα,
εσύ, δεν με είδες.
Δεν με κατάλαβες».

Η ψυχή φωτίζεται από τον νού, ο ψυχισμός αφυπνίζεται μέσα στον κόσμο του πνεύματος και ο νους ανοίγεται στην πνοή του Πνεύματος και «βλέπει» τους μηχανισμούς και τους μαιάνδρους του ψυχισμού. Ενώ η ψυχή, που αφήνεται στον εαυτό της, «δεν βλέπει».

Είναι το δράμα που ζούν συχνά οι άνθρωποι, που λειτουργούν με την «ψυχή» ή το «πνεύμα». Ένας αληθινά πνευματικός άνθρωπος μπορεί να καταλάβει έναν άνθρωπο με ψυχική συμπεριφορά, ο οποίος διακατέχεται από επιθυμία και κτήση. Αλλά ένας «άνθρωπος που λειτουργεί με την ψυχή», δεν μπορεί να αντιληφθεί έναν αληθινά πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μη προσκόλληση και είναι ικανός για ανιδιοτελείς πράξεις, που γίνονται χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Αφού θα έχει, για παράδειγμα, πάντα την τάση να θέλει να οδηγεί αυτή τη συμπεριφορά στις δικές του «κατηγορίες» και να την κατηγορεί, αν όχι για τρέλα, τουλάχιστον για υποκρισία ή ψευδαίσθηση....

«Ήμουν μαζί σου, όπως ένα ρούχο,
κι εσύ δεν με ένιωσες».

Η Επιθυμία είναι σαν ένδυμα για την ψυχή, ένα ρούχο με πλούσια και επιβλητικά χρώματα, αλλά δεν είναι το δέρμα της ψυχής, το σώμα, που την εκφράζει. Είναι μια φόρμα, μια μορφή με την οποία μπορεί να ενδύεται. Γι' αυτό, το ένδυμα μπορεί να επιλέξει τη μεγαλοψυχία, την τρυφερότητα ή άλλες «ζωτικές μορφές».

Αλλά το χαρακτηριστικό της Επιθυμίας είναι να βρίσκεται σε πληθώρα, να δίνει την αίσθηση ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που στην πραγματικότητα είναι και στη συγκεκριμένη περίπτωση να τη θεωρούν το περίβλημα της ψυχής, αντί να καταλάβουν ότι δεν είναι παρά ένας από τους μανδύες της ή μια από τις «μεταμφιέσεις» της...

«Αφού είπε αυτά τα λόγια,
έφυγε [η ψυχή] πολύ χαρούμενη».

Αφού επιβεβαίωσε την ελευθερία της απέναντι στις μορφές και στις περιβολές της, η ψυχή μπορεί να αποχωρήσει «χαρούμενη». Ο ψυχισμός της Μαρίας της Μαγδαληνής δείχνει με αυτό ότι δεν χάνεται, ούτε ταυτίζεται με τις επιθυμίες της, αφού, σε έναν πρώτο χρόνο, δεν ήταν σκλάβος όσων τής προκαλούσαν αηδία.

Ο ψυχισμός, που πέρασε τα κλίματα της έλξης και της αποστροφής, δεν βρίσκεται ακόμη στον δρόμο του νού και του Πνεύματος; Δεν είναι ακόμη ικανός να γευτεί μια «καθαρά πνευματική» ευτυχία, η οποία δεν ευφραίνεται μόνο με αυτά που έχει ἠ αυτά που αποφεύγει, αλλά απλά με «ό,τι είναι» ευχάριστο ή δυσάρεστο; Τού προσφέρεται το «Χάρισμα», η δωρεά, να συνεχίσει την πορεία του προς τα επάνω και να οδηγήσει σε εξέλιξη τη συνείδησή του.

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 193-195). Απ' αφορμή τους στίχους 1-12 της 15ης σελίδας.

Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

επτά θηλυκά αρχέτυπα στα Ευαγγέλια


Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον επτά εικόνες ή επτά θηλυκά αρχέτυπα που ενσαρκώνονται από συγκεκριμένες καταστάσεις στα Ευαγγέλια όπου πρωταγωνιστεί η Μαρία.

Το αρχέτυπο της ερωμένης, με (δια)ταραγμένες ή αποπροσανατολισμένες επιθυμίες. Αυτήν την αμαρτωλή γυναίκα, τη συναντάμε ξανά στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου, να είναι κοντά στα πόδια του Ιησού (βλ. Λουκ. 7: 36-50). Είναι η πιο γνωστή μορφή των περασμένων αιώνων, μειώνει τη Μαρία με το να την εμφανίζει ως αμαρτωλή, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται, ποια ακριβώς είναι η αμαρτία της...

Έχουμε επισημάνει ήδη, ότι μπορεί να επρόκειτο για τη δίψα της για γνώση και την επιθυμία της να εντρυφήσει στις μελέτες που προορίζονταν αποκλειστικά για τους άνδρες. Αυτό θα αρκούσε για να την κάνει μια «επικίνδυνη» ή παράνομη γυναίκα, αλλά πουθενά, σε κανένα Ευαγγέλιο, δεν αναφέρεται ως «πόρνη». Η ακολασία μπορεί να είναι ένας από τους επτά δαίμονες -που όπως λέμε την είχαν «κυριεύσει» και από τους οποίους την ελευθέρωσε ο Ιησούς όταν τη συνάντησε- αλλά φυσικά δεν ήταν ο μοναδικός και σίγουρα όχι ο χειρότερος!

Τα Ευαγγέλια δεν μάς προσδιορίζουν εξ άλλου, ποιοι ήταν αυτοί οι επτά δαίμονες ή πνεύματα που «κυρίευαν» τη Μαρία τη Μαγδαληνή και που τής «στερούσαν» την ελευθερία της. Σύμφωνα με κείμενα της εποχής μπορούμε να μαντέψουμε ποιοι μπορεί να ήταν οι δαίμονες αυτοί. Σύμφωνα με τον Ευάγριο τον Ποντικό -που θα διεξαγάγει στην πορεία μια εμπεριστατωμένη έρευνα γι’ αυτό το θέμα- αυτοί οι λογισμοί (ή οι «αρνητικές σκέψεις», οι «καταστροφικές») έχουν ως στόχο να καταστρέψουν τον προσανατολισμό αρχικά της ψυχής προς τον νου και στη συνέχεια του νου προς το Πνεύμα. Με άλλα λόγια, να εμποδίσουν την ειρήνη και τον στοχασμό, την Παρουσία του ίδιου του Υιού, που θέλει να κατοικήσει μέσα στον άνθρωπο.

Οι λίστες με τους δαίμονες και με τα κακά πνεύματα ποικίλλουν. Στη Δύση είναι γνωστά ως «επτά θανάσιμα αμαρτήματα»: λαιμαργία, συνουσία, φιλαργυρία, ζοφερότητα, οργή, ματαιοδοξία, αλαζονεία. Ο Ευάγριος προσθέτει σε αυτές και την ακηδία (αφροντισιά, αδιαφορία), που είναι συνώνυμη με την απελπισία και την απέχθεια της πνευματικής πραγματικότητας.

Αυτοί οι λογισμοί αρρωσταίνουν και «κυριεύουν», κατά κάποιον τρόπο, τον άνθρωπο, αφού είναι παθολογίες που τον αλλοτριώνουν: παθολογίες του στόματος, του πρωκτού, των γεννητικών οργάνων και του θυμικού (οξυθυμία). Είναι παθολογίες του εγώ -με επίκεντρο τον εαυτό, τις προσωπικές του ηδονές και τα προσωπικά του αγαθά– από τις οποίες η συνάντηση με το Άλλο (το Πραγματικό είναι το Άλλο), ή το Ξύπνημα μιας αληθινής αγάπης μπορεί να μάς απελευθερώσει.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στο Corpus Hermeticum, τα κείμενα του Ερμή του Τρισμέγιστου, αυτοί οι δαίμονες παρουσιάζονται ως βλαβερές συνέπειες των επιζήμιων πράξεών μας. Είναι κατά κάποιο τρόπο οι «δήμιοι» που επιβάλλουν στον άνθρωπο ποινές, προκειμένου να τον επαναφέρουν στον δρόμο της συνείδησης.
Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ.(μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 157-159). Απ' αφορμή τους στίχους 2-3 της 10ης σελίδας.

Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

επανάκτηση της ελευθερίας


Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ο Παύλος ο Ταρσεύς [πρβλ. Ιωάν. 3: 7-8, Α΄ Κορ. 2: 10-15] κάνει την ίδια διάκριση ανάμεσα στον ψυχικό άνθρωπο, που είναι ένας δολοφόνος ή ένας νεκρός άνθρωπος (θνητός) και στον πνευματικό άνθρωπο – που είναι μια ζωντανή Πνοή, που κατοικείται από το Πνεύμα το οποίο «εξετάζει τα πάντα», φθάνοντας στα άδυτα της σύστασης του Θεού και το οποίο, αντίθετα με τον ψυχικό άνθρωπο, δεν μπορεί να κατανοηθεί ή να κριθεί από κανέναν.

[...]

Η ψυχή της Μαρίας, γίνεται «πνευματική» και συμμετέχει σ' αυτήν την κυριαρχία και την «απελευθέρωση», που είναι επανάκτηση της ελευθερίας. Αν οι απόστολοι, στη συνέχεια, την κρίνουν, είναι γιατί παραμένουν ψυχικοί και σαρκικοί, δέσμιοι ενός απονεκρωμένου και θνητού πνεύματος.

[...]

Μάς κάνει εντύπωση ότι βρίσκουμε ξανά σε ένα κείμενο του Ιωάννη [ενν. Α΄ Ιωάν. 3: 14-15, ίδιους όρους με αυτούς του Κατά Μαριάμ Ευαγγελίου. Η σοφία των ανθρώπων, είναι η σοφία χωρίς αγάπη. Αυτή η ζηλιάρα και πονηρή σοφία είναι ανθρωποκτόνος και δεν έχει την Πνοή της Ζωής (Πνεύματος) μέσα της.

Η Σοφία της αγάπης είναι άνευ όρων και ορίων. Δεν είναι πια «περικυκλωμένη» ή περιορισμένη από αντικείμενα στα οποία μπορεί να στραφεί και εμφανίζεται πάντα πιο πλατιά από το περιεχόμενό της: ενώ, δεν περιορίζει, δεν κατέχει και δεν επιθυμεί αυτό που αγαπά.

Θα μπορούσαμε, ίσως, να θέσουμε το ερώτημα: είναι δυνατόν να υπάρξει αγάπη, χωρίς επιθυμία και πόθο;

Από ψυχικής πλευράς, όχι. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς σπουδαίος ψυχολόγος για να πεί ότι, κάθε αγάπη είναι ιδιοτελής, συνειδητά ή ασυνείδητα. Αγαπάμε με σκοπό να αγαπηθούμε, είναι το λιγότερο που ζητάμε, και δεν θεωρείται επίσης, ακριβώς επιθυμία.

«Από ψυχικής πλευράς», δεν υπάρχει δωρεάν αγάπη, αγάπη που δεν είναι προσκόλληση ή ανιδιοτελής αγάπη, αυτό είναι ξεκάθαρο. Γίνεται στο σημείο αυτό καθαρά λόγος, για μια Εντελώς Διαφορετική Αγάπη ή για μια Εντελώς Διαφορετική Επιθυμία: μια πνευματική αγάπη, την Αγάπη ακριβώς που μπόρεσε να δεί η Μαρία, μέσα στα μάτια και πάνω στα χείλη του Ραβίνου της, του Ιησού.

Το λέει ξεκἀθαρα: «Η επιθυμία μου» (θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε «ο πόθος μου») «έχει γαληνέψει». Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια επιθυμία: αν η Μαρία η Μαγδαληνή κατάφερε να ξυπνήσει τον νού της και να εμπνευσθεί από το Πνεύμα του Θεού, όσο βρίσκεται σε αυτόν τον χωροχρόνο, αυτό δεν σημαίνει ότι λειτουργεί λιγότερο με την καρδιά και την ψυχή.

Αλλά αυτή η ψυχή, αυτός ο ψυχισμός έχει γαληνέψει. Δεν μάς εμποδίζει πια να βλέπουμε «αυτό που είναι» και στη σωστή σχέση με «αυτό που είναι» (αγάπη). Έχει απαλλαγεί από την «πίεση» που υπάρχει λίγο πολύ στους έρωτές μας, όσο δεν αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα του άλλου και το «δικαίωμά» του να μη μάς αγαπά και να μάς εγκαταλείπει... Έχει απαλλαγεί από την άγνοια που κάνει τον Άλλο αντικείμενο το οποίο θα μπορούσαμε να το «έχουμε στην κατοχή μας» «για μια ολόκληρη ζωή», και προχωρεί στη γνώση που βλέπει τον άλλον όπως ακριβώς είναι: υποκείμενο, μια αναμφίβολα ελεύθερη υπόσταση την οποία μπορεί να αγαπά για μια ολόκληρη ζωή.

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ.(μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 221, 222-224). Απ' αφορμή τους στίχους 15-19 της 16ης σελίδας.

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

δεν φαίνεται να αγαπά ιδιαίτερα τις γυναίκες


Ο Πέτρος δεν αστειεύεται. Είναι αληθινά σοκαρισμένος που μια γυναίκα μπορεί να παίρνει με αυτόν τον τρόπο τον λόγο και να αποκαλύπτει «μυστικά» που αυτοί, τα πιο κοντινά πρόσωπα του Ιησού, δεν γνώριζαν.

Τα πρωτοχριστιανικά κείμενα δεν παραλείπουν να αναφερθούν σε αυτό το θέμα: Ο Πέτρος δεν φαίνεται να αγαπά ιδιαίτερα τις γυναίκες. Είναι δύσπιστος ακόμη και απέναντι στην ίδια του την κόρη!

Από τις Πράξεις του Πέτρου του Κώδικα του Βερολίνου, ο Μισέλ Ταρντιέ μάς θυμίζει παρεμπιπτόντως, κάποια ενδεικτικά χωρία:

«Ο αδελφός μας ο Πέτρος έφευγε απ' όπου υπήρχαν γυναίκες. Όταν μάλιστα ξέσπασε ένα σκάνδαλο, με την ίδια του την κόρη, παρακάλεσε το Διδάσκαλο, και η μια πλευρά της κόρης του παρέλυσε, έτσι ώστε να μην κοιμάται κανείς μαζί της» [Σημ.: Πραξ. Φιλ. 142]

Υπάρχει επίσης και μια άλλη εκδοχή για το ίδιο γεγονός:

«Ο Πρωταπόστολος Πέτρος, έφευγε όταν έβλεπε το πρόσωπο μιας γυναίκας. Πράγματι, η κόρη του, που ήταν όμορφη, όταν προκάλεσε σκάνδαλο με την ομορφιά της, έμεινε παράλυτη, μετά από τις προσευχές του» [Σημ.: Αυτόθι, εκδοχή β΄, ό.π, 220]

Χάρη στην εξουσία του πατέρα της, η Πετρονίλλα (αυτό είναι το όνομα της κόρης του Πέτρου) θα πεθάνει «αγία, παρθένος και μάρτυρας».

Ο μισογυνισμός του Πέτρου δεν τα εξηγεί όλα. Όπως και τον Ανδρέα, αυτό που τον σοκάρει, είναι που μια γυναίκα [ενν. η Μαγδαληνή] μπορεί να έχει τα πρωτεία σε σχέση με αυτόν και τους άνδρες του και να γνωρίζει περισσότερα από αυτούς!

Για έναν εβραίο της εποχής αυτό είναι κάτι αδιανόητο. Όπως κάθε ευσεβής άνθρωπος, ο Πέτρος ευχαριστούσε κάθε πρωί τον Θεό που δεν τον έκανε «ανάπηρο, φτωχό ή γυναίκα».

«Πρέπει να αλλάξουμε τις συνήθειές μας;»

Που πάει να πεί; Να σεβόμαστε τις γυναίκες; Να τούς δώσουμε θέση και εξουσίες στην κοινωνία μας; Μα, δεν έχουν πλαστεί μόνο για να υπηρετούν; Για να μάς υπακούουν και να μάς ικανοποιούν, όταν τούς το ζητάμε;

Αυτές οι «συνήθειες» είναι για τον Πέτρο όχι μόνο κοινωνικές, αλλά και θρησκευτικές. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και η συμπεριφορά του Διδασκάλου απέναντι στις γυναίκες θα παραμείνει γι' αυτόν ένα αληθινό μυστήριο [...]

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 239-241). Απ' αφορμή τους στίχους 15-19 της 17ης σελίδας.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

δεν μπορεί να υπάρξει ιστορία χωρίς την ικανότητα της υπέρβασης των ορίων της γνώσεως


Οι φανταστικές πραγματικότητες, δεν θεωρούνται λιγότερο αληθινές, από την ίδια την ιστορία. Θα λέγαμε, αντιθέτως, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ιστορία χωρίς την ικανότητα της υπέρβασης των ορίων της γνώσεως, του ενδοσκοπείν και του άνω θρώσκειν.

Αυτοί που φτιάχνουν την ιστορία, είναι αυτοί που «σπάνε» το ντετερμινιστικό πέρασμα του χρόνου τους, αυτοί που, όπως η Μαρία ή ο Ιησούς -και πολλοί άλλοι ιδρυτές μεγάλων πνευματικών παραδόσεων- είναι στήλες φωτός, μέσα στο σκότος της ιστορίας μας. Θα είναι καιροί ή Στιγμές, που εισάγουν στον χρόνο (σύμφωνα με τον μύθο: ο Χρόνος-Κρόνος που καταβροχθίζει τα παιδιά του) την κάθετο τομή στον οριζόντιο χρόνο, την κατακόρυφο, το άνοιγμα, τη διέξοδο που «σώζει»:

«Μια εικόνα σβήστηκε
προς χάριν μιας καλύτερης εικόνας».

Η Απεικόνιση του καιρού, του κόσμου και του ανθρώπου, το ίδιο το Φαντασιακό, δεν αποτελούσε παρά μια στιγμή, αυτών των διαφορετικών απεικονίσεων, μέσα από τις οποίες το σώμα, η ψυχή, ο νούς και το Πνεύμα πρέπει να ζήσουν το «πέρασμά»τους (δηλαδή πεσάχ ή Πάσχα, στα εβραϊκά).

«Εφ' εξής, πορεύομαι προς την Ανάπαυση».

Το τέλος μιας εβδομαδιαίας εργασίας είναι το Σάββατο, που σημαίνει ετυμολογικά «διακοπή». Διακοπή της εργασίας, της παραγωγής, της σκέψης, διακοπή του χρόνου...

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 227-228). Απ' αφορμή τους στίχους 2-4 της 17ης σελίδας.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

αιωνιότητα είναι η ανυπαρξία του χρόνου


Ακόμη κι η αγάπη, δεν «νιώθει πια» να την αγαπούν κι αυτή είναι η τελευταία της ελπίδα και η επιβεβαίωση της αυθεντικότητάς της: είναι ακόμη ικανή να αγαπά, όταν δεν «νιώθει πια» να την αγαπούν; Γενικά, μάς αρέσει να αισθανόμαστε ερωτευμένοι κι αυτό το λέμε αγάπη, δηλαδή αγάπη του εαυτού μας με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Ενώ θα έπρεπε να αγαπάμε τον άλλον γι’ αυτό που είναι, αφού ο ήρεμος ψυχισμός, δεν βιώνει ιδιαίτερες «συγκινήσεις».

Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο όταν έλεγε, ότι ο θαυμασμός είναι πράξη αγνή και κίνητρο ακίνητο, που μάς φέρνει πιο κοντά στην αγνή Πράξη του ακίνητου κινήτρου που κινεί τους κόσμους και δεν κινείται από τίποτε.

Η Μαρία οδεύει προς αυτήν την αγνή Πράξη, προσφέροντας μόνο την ανιδιοτελή αγάπη της που εκφράζει το ίδιο το Είναι. Εδώ, «ο χρόνος αναπαύεται στην Αιωνιότητα του Χρόνου».

Η αιωνιότητα είναι η ανυπαρξία του χρόνου, η απουσία του χρόνου, Δεν έχει καμία σχέση με την αθανασία, όπου ο χρόνος τρέχει με άλλες ταχύτητες, πολύ πιο αργές και ατελείωτες, έως και ανιαρές.

Για να υπάρχει ανία, πρέπει να υπάρχει χρόνος. Στην Αιωνιότητα δεν υπάρχει χρόνος στον χρόνο· μόνο η Στιγμή που έχει βιωθεί με τη μεγαλύτερη ένταση μπορεί να θεωρηθεί σαν μια ιδέα της Αιωνιότητας, μια εικόνα ή μια απεικόνιση πάντα φευγαλέα και σχετική.

Ο αιώνιος Υιός που ζεί μέσα μας, είναι ο Υιός της Στιγμής· μέσα στη Στιγμή αυτή η ψυχή της Μαρίας θα γνωρίσει την ένωσή της με την Αιωνιότητα, εντός της Σιωπής:

«Πορεύομαι προς την ανάπαυση», «Πορεύομαι στη Σιωπή», λέει εκείνη με μια Φωνή «που προέρχεται απ' έξω και πηγαίνει προς τα έξω», γιατί ότι προέρχεται από το εδώ κι από το τώρα ανήκει στον χρόνο.

Η σιωπή (το εν σιγή) για τους αρχαίους είναι «η αγκαλιά του Πατέρα» και η υπερβατικότητα στην καρδιά της πανταχού παρουσίας του.

Ο Ιγνάτιος ο Αντιοχεύς [sic] μάς διευκρινίζει ξεκάθαρα, ότι ο Λόγος προέρχεται από τη Σιωπή και επιστρέφει στη Σιωπή (στον Πατέρα). Ανάμεσα στη Σιωπή της Αρχής και στη Σιωπή του τέλους, υπάρχει ο χρόνος μόνο για έναν λόγο και μόνο για μια Πνοή (το Πνεύμα), την οποία ο άνθρωπος (νούς, ψυχή, σώμα) μπορεί, με τη συμμετοχή, που θα αποτελέσει τη μακαριότητά του, να προσπαθήσει να προσεγγίσει.

*

Η Μαρία και ο Ιησούς, μοιράζονταν σίγουρα συναισθήματα, αισθήσεις, λόγια και διαισθήσεις αλλά μοιράζονταν και τη σιωπή... Ήταν ο δικός τους τρόπος επικοινωνίας, η δική τους κοινή προσευχή, και όταν απομακρύνονταν από τους φλύαρους μαθητές και αφουγκράζονταν μαζί την ταραχή του Κινερέθ (τον ήχο της θάλασσας ή της λίμνης της Τιβεριάδος) και παρατηρούσαν τις έναστρες αβύσσους, τη σκοτεινή Εικόνα, όπου τελικά δεν υπήρχε Τίποτε για να κοιτάζεις – Τίποτε το ζωντανό, πέρα από γόνιμη Κενότητα, που το πρωί, για να θυμούνται, την ονόμαζαν «ο Πατήρ».

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 228-229, 231). Απ' αφορμή τους στίχους 4-8 της 17ης σελίδας.

Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

ἶρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ


Κεφ. Δ΄ 1 Μετὰ ταῦτα εἶδον, καὶ ἰδοὺ θύρα ἀνεῳγμένη ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἡ φωνὴ ἡ πρώτη ἣν ἤκουσα ὡς σάλπιγγος λαλούσης μετ᾿ ἐμοῦ, λέγων· ἀνάβα ὧδε καὶ δείξω σοι ἃ δεῖ γενέσθαι μετὰ ταῦτα.
2 Καὶ εὐθέως ἐγενόμην ἐν πνεύματι· καὶ ἰδοὺ θρόνος ἔκειτο ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τὸν θρόνον καθήμενος,
3 ὅμοιος ὁράσει λίθῳ ἰάσπιδι καὶ σαρδίῳ· καὶ ἶρις κυκλόθεν τοῦ θρόνου, ὁμοίως ὅρασις σμαραγδίνων.

Μετά από αυτά, είδα μια πόρτα ανοιχτή στον ουρανό
και η φωνή που άκουσα πριν και ηχούσε σαν σάλπιγγα, μού είπε:
Ανέβα εδώ και θα σού δείξω εκείνα που πρέπει να γίνουν μετά από αυτά.

Και αμέσως με συνάρπασε το Πνεύμα,
και είδα έναν θρόνο να βρίσκεται στον ουρανό, και κάποιον να κάθεται επάνω στον θρόνο.

Αυτός ήταν όμοιος στην εμφάνιση με τα -πολύτιμα- πετράδια ίασπι και σάρδιο.
Και περικύκλωνε τον θρόνο του ένα ουράνιο τόξο που έλαμπε σαν σμαράγδι.

[πρβλ. Η ίρις, το πολύχρωμον τούτο ουράνιον τόξον, το οποίον έθεσεν ο Θεός μετά τον κατακλυσμόν ως σημείον της μακροθυμίας του, ότι δεν θα καταστρέψη τον κόσμον διά κατακλυσμού, συμβολίζει κύκλω του θρόνου θεαματικώς την θείαν Μεγαλειότητα, αλλά ταυτοχρόνως και την μακροθυμίαν του Θεού επί των εν τη γή παραβαινόντων τον νόμον του. (ερμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλου, σσ. 55-56)]

*

Κεφ. Ι΄ 1 Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένον νεφέλην, καὶ ἡ ἶρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός,
2 καὶ ἔχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ βιβλίον ἀνεῳγμένον. καὶ ἔθηκε τὸν πόδα αὐτοῦ τὸν δεξιὸν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ εὐώνυμον ἐπὶ τῆς γῆς,

Μετά είδα έναν άλλο δυνατό άγγελο, που τον περιέβαλλε ένα σύννεφο, να κατεβαίνει από τον ουρανό. Το ουράνιο τόξο ήταν γύρω από το κεφάλι του, [πρβλ. φέρων επί της κεφαλής του το λαμπρόν φωτοστέφανον της ίριδος, (μτφρ. Ιωήλ Γιαννακόπουλου, σ.102)]
το πρόσωπό του ήταν σαν τον ήλιο και τα πόδια του σαν πύρινες κολώνες.

Κρατούσε στο χέρι του ένα ανοιχτό βιβλίο. Έβαλε το δεξί του πόδι στη θάλασσα και το αριστερό του επάνω στη στεριά.

Γεωργίου Β. Μαυρομάτη, Η αποκάλυψις του Ιωάννου. Με πατερική ανάλυση (έκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1994, σσ. 38, 55).

*

Ο Κύριος του Κόσμου και της Ιστορίας δεν κατονομάζεται. Περιγράφεται όμως όχι απλά ως ‘φώς οικών απρόσιτον’ (Α΄ Τιμ. 6:16), αλλά με την εκτυφλωτική λάμψη πολυτελών λίθων: “Και ο καθήμενος όμοιος οράσει λίθω ιάσπιδι και σαρδίω και ίρις κυκλόθεν του θρόνου, όμοιος οράσει σμαραγδίνω” (4:3). Ακόμη και στις πιο εσχατολογικές συμφορές, ο Θεός είναι περιστοιχισμένος από το σύμβολο του εέους αι της ευσπλαχνίας, την ίριδα (Γεν. 9:13). Από το θρόνο δεν εκπορεύονται ‘ποταμοί πυρός’, όπως συμβαίνει στο μεγαλειώδες όραμα του Δανιήλ (7:10), αλλά παρίστανται τα ‘επτά πνεύματα του Θεού’ (4:5).
σημ. 2.: Η ιδέα της υπάρξεως της ίριδας γύρω από το θρόνο προέρχεται από το Ιεζ. 1:28 (“ως όρασις τόξου, όταν ή εν τη νεφέλη εν ημέραις υετού, ούτως η στάσις τους φέγγους κυκλόθεν”).

Και συνεχίζει το κείμενο του Ιεζεκιήλ: “αύτη η όρασις ομοιώματος δόξης Κυρίου”.

Δεσπότης Σωτήριος. Η επουράνιος λατρεία στα κεφάλαια 4-5 της Αποκαλύψεως του Ιωάννη (διδ. διατριβ., Wiesbaden 2000, σ. 15).