Πέμπτη 6 Ιουνίου 2019

αιωνιότητα είναι η ανυπαρξία του χρόνου


Ακόμη κι η αγάπη, δεν «νιώθει πια» να την αγαπούν κι αυτή είναι η τελευταία της ελπίδα και η επιβεβαίωση της αυθεντικότητάς της: είναι ακόμη ικανή να αγαπά, όταν δεν «νιώθει πια» να την αγαπούν; Γενικά, μάς αρέσει να αισθανόμαστε ερωτευμένοι κι αυτό το λέμε αγάπη, δηλαδή αγάπη του εαυτού μας με τη βοήθεια κάποιου άλλου. Ενώ θα έπρεπε να αγαπάμε τον άλλον γι’ αυτό που είναι, αφού ο ήρεμος ψυχισμός, δεν βιώνει ιδιαίτερες «συγκινήσεις».

Ο Αριστοτέλης είχε δίκιο όταν έλεγε, ότι ο θαυμασμός είναι πράξη αγνή και κίνητρο ακίνητο, που μάς φέρνει πιο κοντά στην αγνή Πράξη του ακίνητου κινήτρου που κινεί τους κόσμους και δεν κινείται από τίποτε.

Η Μαρία οδεύει προς αυτήν την αγνή Πράξη, προσφέροντας μόνο την ανιδιοτελή αγάπη της που εκφράζει το ίδιο το Είναι. Εδώ, «ο χρόνος αναπαύεται στην Αιωνιότητα του Χρόνου».

Η αιωνιότητα είναι η ανυπαρξία του χρόνου, η απουσία του χρόνου, Δεν έχει καμία σχέση με την αθανασία, όπου ο χρόνος τρέχει με άλλες ταχύτητες, πολύ πιο αργές και ατελείωτες, έως και ανιαρές.

Για να υπάρχει ανία, πρέπει να υπάρχει χρόνος. Στην Αιωνιότητα δεν υπάρχει χρόνος στον χρόνο· μόνο η Στιγμή που έχει βιωθεί με τη μεγαλύτερη ένταση μπορεί να θεωρηθεί σαν μια ιδέα της Αιωνιότητας, μια εικόνα ή μια απεικόνιση πάντα φευγαλέα και σχετική.

Ο αιώνιος Υιός που ζεί μέσα μας, είναι ο Υιός της Στιγμής· μέσα στη Στιγμή αυτή η ψυχή της Μαρίας θα γνωρίσει την ένωσή της με την Αιωνιότητα, εντός της Σιωπής:

«Πορεύομαι προς την ανάπαυση», «Πορεύομαι στη Σιωπή», λέει εκείνη με μια Φωνή «που προέρχεται απ' έξω και πηγαίνει προς τα έξω», γιατί ότι προέρχεται από το εδώ κι από το τώρα ανήκει στον χρόνο.

Η σιωπή (το εν σιγή) για τους αρχαίους είναι «η αγκαλιά του Πατέρα» και η υπερβατικότητα στην καρδιά της πανταχού παρουσίας του.

Ο Ιγνάτιος ο Αντιοχεύς [sic] μάς διευκρινίζει ξεκάθαρα, ότι ο Λόγος προέρχεται από τη Σιωπή και επιστρέφει στη Σιωπή (στον Πατέρα). Ανάμεσα στη Σιωπή της Αρχής και στη Σιωπή του τέλους, υπάρχει ο χρόνος μόνο για έναν λόγο και μόνο για μια Πνοή (το Πνεύμα), την οποία ο άνθρωπος (νούς, ψυχή, σώμα) μπορεί, με τη συμμετοχή, που θα αποτελέσει τη μακαριότητά του, να προσπαθήσει να προσεγγίσει.

*

Η Μαρία και ο Ιησούς, μοιράζονταν σίγουρα συναισθήματα, αισθήσεις, λόγια και διαισθήσεις αλλά μοιράζονταν και τη σιωπή... Ήταν ο δικός τους τρόπος επικοινωνίας, η δική τους κοινή προσευχή, και όταν απομακρύνονταν από τους φλύαρους μαθητές και αφουγκράζονταν μαζί την ταραχή του Κινερέθ (τον ήχο της θάλασσας ή της λίμνης της Τιβεριάδος) και παρατηρούσαν τις έναστρες αβύσσους, τη σκοτεινή Εικόνα, όπου τελικά δεν υπήρχε Τίποτε για να κοιτάζεις – Τίποτε το ζωντανό, πέρα από γόνιμη Κενότητα, που το πρωί, για να θυμούνται, την ονόμαζαν «ο Πατήρ».

Jean-Yves Leloup, Το γνωστικό Ευαγγέλιο της Μαρίας της Μαγδαληνής. Κοπτικό Ευαγγέλιο του 2ου αιώνα μ.Χ. (μτφρ. Αργυρώ Αϊμερίνη-Κουρούση, έκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2005, σσ. 228-229, 231). Απ' αφορμή τους στίχους 4-8 της 17ης σελίδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: