Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

για την καταγωγή της τέχνης


Η τέχνη ήταν ένα μαγικό εργαλείο και εξυπηρετούσε τον άνθρωπο στο δάμασμα της φύσης και στην ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων. Θα ήταν ωστόσο, λάθος να εξηγεί κανείς την καταγωγή της τέχνης μόνο με αυτό το στοιχείο. Κάθε νεοδιαμορφωμένη ποιότητα είναι αποτέλεσμα μιας σειράς νέων σχέσεων, που μπορεί κάποτε να είναι εξαιρετικά περίπλοκες.

Η έλξη που εξασκούσαν πράγματα λαμπερά, ακτινοβόλα, σπινθηροβόλα (όχι μόνο στα ανθρώπινα όντα, μα και στα ζώα) και η ακαταμάχητη έλξη του φωτός μπορεί να έπαιξαν το ρόλο τους στη γένεση της τέχνης.

Τα δελεάσματα του φύλου -ζωηρά χρώματα, δυνατές μυρουδιές, λαμπρές γούνες και φτερά στο ζωικό κόσμο, κοσμήματα και ωραία ρούχα, δελεαστικά λόγια και χειρονομίες μεταξύ των ανθρώπων- μπορεί να υπήρξαν κεντρίσματα. Οι ρυθμοί της οργανικής και ανόργανης φύσης -οι χτύποι της καρδιάς, η αναπνοή, οι σεξουαλικές σχέσεις- η ρυθμική επανάληψη διεργασιών ή στοιχείων μορφής και η ευχαρίστηση που προέρχεται από αυτές, και, τελευταίο, αλλ’ όχι καταφρονητέο, οι ρυθμοί της δουλειάς- μπορεί να έπαιξαν σοβαρό ρόλο.

Η ρυθμική κίνηση βοηθά την εργασία, συντονίζει την προσπάθεια, και συνδέει το άτομο με μια κοινωνική ομάδα. Κάθε διατάραξη του ρυθμού είναι δυσάρεστη γιατί επεμβαίνει στην πορεία της ζωής και της δουλειάς. Κι έτσι βρίσκουμε το ρυθμό αφομοιωμένο στην τέχνη ως επανάληψη μιας σταθεράς, ως αναλογία και συμμετρία.

Και, τέλος, ουσιαστικό στοιχείο της τέχνης είναι το τρομακτικό, εκείνο που εμπνέει δέος και κείνο που υποτίθεται πως σε κάνει να εξουσιάσεις τον εχθρό σου.

Είναι φανερό πως η αποφασιστική λειτουργία της τέχνης ήταν να ασκεί εξουσία -να εξουσιάσει τη φύση, τον έχθρο, το άλλο φύλο, να εξουσιάσει κάθε πραγματικότητα, να δώσει δύναμη για την ενίσχυση της ανθρώπινης ομάδας. Η τέχνη, στην αυγή της ανθρωπότητας, λίγη σχέση είχε με την «ομορφιά» και καμιά απολύτως με οποιαδήποτε αισθητική επιθυμία: ήταν ένα μαγικό εργαλείο ή όπλο της ανθρώπινης ομάδας στον αγώνα της για την επιβίωση.

Έρνστ Φίσερ, Η αναγκαιότητα της τέχνης (μτφρ. Φ. Χατζηδάκη, έκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σσ. 41-42).

Δεν υπάρχουν σχόλια: