Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ηδονή μεθ’ οδύνης


Ο άγιος Μάξιμος στα «διάφορα κεφάλαια περί θεολογίας, οικονομίας, αρετής και κακίας», μεταξύ των άλλων, αναφέρεται και στην δυαδική σχέση μεταξύ ηδονής και οδύνης. Θα γίνη στην συνέχεια μια μικρή αναφορά, για να δούμε πως οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι πολύ σύγχρονοι και ως προς το θέμα αυτό, γιατί αγγίζουν τα διαχρονικά υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου.

Κατ’ αρχάς κάνει λόγο για το ότι ο Θεός, όταν δημιούργησε την ανθρώπινη φύση «δεν έθεσε μέσα της ούτε ηδονή, ούτε οδύνη της αισθήσεως, αλλά κάποια νοερή δύναμη προς ηδονή [προφανώς εδώ με τούτο το «ηδονή» εννοεί είδος τι τέρψεως, και δή την πνευματική ηδονή της αριστοτελικής «θεωρίας του θεού», για την οποία πρβλ. την κατακλείδα (τε και κορύφωση όλων των παραγράφων και κεφαλαίων και βιβλίων) των Ηθικών Ευδημείων], με την οποία θα μπορούσε να Τον απολαύση με τρόπο ανέκφραστο». Πρόκειται για «την φυσική επιθυμία του νου προς τον Θεό» [άρα καλώς διέγνωσα εδώ αριστοτελική ορολογία και συμβολή (βλ. ό.π.)]. Ο άνθρωπος δεν ακολούθησε την φυσική αυτή κίνηση του νου προς τον Θεό, αλλά την αντίθετη φορά, δηλαδή αυτήν την φυσική κίνηση του νου προς τον Θεό την έδωσε στην αίσθηση και απέκτησε την πρώτη κίνηση [ποιά είναι η «πρώτη κίνηση» αν όχι η ηδονή που αντιτίθεται στην «φυσική κίνηση»;], ήτοι «την ηδονή που ενεργεί πάνω του παρά φύση μέσω της αισθήσεως». Τότε ο Θεός, που ενδιαφέρεται για την σωτηρία μας, «τοποθέτησε δίπλα της την οδύνη σαν τιμωρητική δύναμη», δηλαδή ρίζωσε «μέσα στην φύση του σώματος ο νόμος του θανάτου, για να περιορίζη την επιθυμία της παραφροσύνης του νου από το να κινείται παρά φύση προς τα αισθητά πράγματα».

'Ετσι «η ηδονή και η οδύνη δεν δημιουργήθηκαν μαζί με την φύση της σάρκας, αλλά η παράβαση της θείας εντολής επινόησε την ηδονή για να διαφθείρη την προαίρεση (ελευθερία), ενώ επέβαλε την οδύνη σαν καταδίκη προς διάλυση της ανθρωπίνης φύσεως, έτσι ώστε η μεν ηδονή να προκαλέση εκούσιο θάνατο της ψυχής, την αμαρτία, η δε οδύνη με την διάλυση να προξενήσει την αποσύνθεση της σάρκας».

Αυτό σημαίνει ότι μετά την «παράλογη ηδονή ακολούθησε η κατά λόγον οδύνη με πολλά παθήματα, στα οποία και από τα οποία υπάρχει ο θάνατος για να αφαιρέση την παρά φύση ηδονή». 'Ετσι, «η επινόηση των εκουσίων πόνων (που είναι η άσκηση) και η επιφορά των ακουσίων (που είναι η αρρώστια, ο θάνατος), αφαιρούν την ηδονή και καταργούν την ενεργητική κίνησή της», χωρίς όμως να εξαφανίζουν «την δύναμη που βρίσκεται σαν νόμος μέσα στην ανθρώπινη φύση και που δημιουργεί την ηδονή». Σε κάθε δε ηδονή που είναι «παρά φύση», ακολουθεί «ο φυσικός πόνος».

Αυτό το βλέπουμε στον τρόπο με τον οποίο γεννάται ο άνθρωπος, αφού προηγείται η ηδονή και ακολουθεί η οδύνη...



κυρ-Ιερόθεος, μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, «Η δυαδική σχέση ηδονής και οδύνης», στην εφημ. Εκκλησιαστική Παρέμβαση (τ. 172, Νοέμβριος 2010. - Ολόκληρο εδωδά).


-----
Το σκεφτόμουνα την στιγμή που έμπαινα μέσα σου. Τα σχόλιά μου και τις διορθώσεις ενέθεσα μέσα στο κείμενο του δεσπότου, με άλλη, όπως θα είδες, γραμματοσειρά. Ο ίδιος.

1 σχόλιο:

το θείο τραγί είπε...

Συνεξέτασε και την γραφή μου υπό στοιχείον ήχος πλάγιος, που συναρμόζει τα περί την αμαρτία εδωδά, απ' αφορμή τους Εξορίστους του Τζόϋς. Ο ίδιος.